Τα δίλημμα ενός αιώνα

photo

Το δίκαννο, είτε πλάγιο ή αλληλεπίθετο, είναι ένα καθαρόαιμο κυνηγετικό όπλο που αναπτύχθηκε από κυνηγούς για κυνηγούς. Κάποτε, γύρω στο 1830, δοκιμάστηκε στον στρατό και απορρίφθηκε ως ακατάλληλο για στρατιωτική χρήση.

Σαν γνήσιο κυνηγετικό όπλο λοιπόν έτυχε μιας εκλεπτυσμένης ανάπτυξης και προσοχής που δεν είχαν άλλοι τύποι όπλων που πέρασαν και σε στρατιωτική χρήση.

Βλέπετε η πολεμική βιομηχανία δεν δίνει και μεγάλη προσοχή στα λεπτά σημεία του ζυγίσματος και του στυλ. Έχει άλλες προτεραιότητες. Το πρώτο δίκαννο ήταν αλληλεπίθετο, σουπερ-ποζέ όπως το αποκαλούμε σήμερα. Στον κόσμο του μονόκαννου εμπροσθογεμούς είναι λογικό ότι το πρώτο δίκαννο θα είχε τη μια κάννη πάνω από την άλλη, διατηρώντας τη σκοπευτική εικόνα της μιας κάννης, κάτι που το κυνηγετικό κοινό είχε συνηθίσει. Από την άλλη όμως, η τοποθέτηση ήταν άβολη για την ανάφλεξη με εξωτερικά κοκόρια και τσακμακόπετρες της εποχής εκείνης (18ο αιώνα).

Στίς αρχές του 19ου αιώνα η ανακάλυψη του καψουλιού και οι εξελίξεις που εφάρμοσε ο Αγγλος κατασκευαστής Manton καθιέρωσαν το πλαγιόκαννο σαν τον πιο βολικό τύπο δίκαννου, στα εμπροσθογεμή πάντα. Λογικό αυτό σε ένα εμπροσθογεμές, τα δύο κοκόρια είναι στο ίδιο ύψος, τα καμινέτα έχουν το ίδιο μήκος, η βέργα γεμίσματος κάθεται βολικά ανάμεσα στίς δύο κάννες και δεν εμποδίζει. Ακόμη και το γέμισμα με το όπλο αναποδογυρισμένο είναι πιο βολικό σε ένα εμπροσθογεμές πλαγιόκαννο από ό,τι σε ένα σουπερποζέ εμπροσθογεμές.

Η επίδραση του Manton ήταν καταλυτική. Οι περισσότεροι μετέπειτα μεγάλοι κατασκευαστές ήταν μαθητές του.

Έτσι η κάθε νέα εξέλιξη στα όπλα, και ειδικά η εφεύρεση των φυσιγγίων και τελειοποίηση του οπισθογεμούς συστήματος, περνούσε μέσα από τα χέρια μαστόρων που είχαν το πλαγιόκαννο ως πρότυπο του κυνηγετικού όπλου. Η χρυσή εποχή του δίκαννου, από το 1865 περί που μέχρι τις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1915, ήταν ουσιαστικά η μονοκρατορία του πλαγιόκαννου.

Το σουπερποζέ άργησε αλλά κάλυψε το χαμένο χρόνο πολύ γρήγορα. Από το 1910 άρχισαν να πειραματίζονται οι Αγγλοι και οι Γερμανοί. Οι Αγγλοι, πιστοί στο πρότυπο του πλαγιόκαννου, εφηύραν τους διακεκομμένους πίρους για να κρατήσουν το προφίλ του όπλου χαμηλό, όσο το δυνατό πιο κοντά στο ύψος του πλαγιόκαννου.

Η πιο καταλυτική όμως εφεύρεση ήταν αυτή του Browing που το 1923 γέννησε το σουπερποζέ που φέρει το όνομα του. Ηταν το πρώτο σουπερποζέ σχεδιασμένο από την αρχή σαν σουπερποζέ χωρίς παραχωρήσεις στις ευαισθησίες των φίλων του πλάγιου. Ήταν και σχεδιασμένο για κατασκευή με σύγχρονες εργαλειομηχανές και έτσι είχε και ένα πλεονέκτημα στην τιμή πώλησης. Σύντομα ακολούθησε και η Beretta και άλλοι κατασκευαστές με τα δικά τους σουπερποζέ. Με τους δύο τύπους να προσφέρονται στο κυνηγετικό κοινό στα ίδια επίπεδα ποιότητας και τεχνικής αξιοπιστίας, ήταν αναπόφευκτη και η διαμάχη ανάμεσα στους θιασώτες του ενός ή του άλλου τύπου.

Το δίλημμα "κάθετο ή πλάγιο" ταλανίζει τους κυνηγούς μέχρι σήμερα.

Τα συν και τα πλην

Το κριτήρια με τα οποία κρίνουμε ένα κυνηγετικό όπλο είναι αυτά της ασφάλειας, της αντοχής, της σκοπευτικής αποτελεσματικότητας και της εργονομίας, δηλαδή το πόσο βολικό είναι ένα εργαλείο στη χρήση.

Η αισθητική έχει και αυτή τον λόγο της αλλά αφού έχουν κριθεί όλα τα άλλα πρώτα. Τα όπλα δοκιμάζονται σε τράπεζες δοκιμών, ή μέσα στο εργοστάσιο σε χώρες που δεν έχουν τράπεζες δοκιμών.

Η συντριπτική πλειοψηφία των όπλων σήμερα είναι ασφαλής για τα φυσίγγια για τα οποία έχει σχεδιαστεί. Η κρίση μεταξύ των δύο τύπων που κάνουμε δεν αλλάζει αυτό το γεγονός και μπορούμε να πούμε ότι και οι δύο τύποι όπλων είναι εξίσου ασφαλείς.

Κρίνοντας το θέμα της αντοχής θεωρητικά, το σουπερποζέ κάπως ξεπερνά το πλαγιόκαννο στην αντοχή της βάσης. Η βάση του δίκαννου κατά τη στιγμή της πυροδότησης κάμπτεται προς τα πίσω. Το όπλο δεν προσπαθεί να ανοίξει, όπως λογικά θα νόμιζε κανείς, αλλά να κόψει τη βάση στα δύο. Στο πλαγιόκαννο η αντίσταση σε αυτές τις δυνάμεις προβάλλεται από το κομμάτι της βάσης που είναι ακριβώς κάτω από τον «καθρέφτη».

Στο σουπερποζέ η αντίσταση αναπτύσσεται στα «μάγουλα» της βάσης. Το ποσοστό μετάλλου που αντιστέκεται στίς δυνάμεις πυροδότησης είναι σαφώς μεγαλύτερο στο σουπερποζέ και αυτό το κάνει, θεωρητικά τουλάχιστον, πιο ανθεκτικό από το πλαγιόκαννο. Ο πυροδοτικός μηχανισμός στα πλαγιόκαννα είναι συνήθως μέσα στη βάση (σύστημα Anson/Deley) ή πίσω από τη βάση σε πλάκες, τΐς ολόκληρες φωτιές που λέμε. Στην πλειοψηφία των σουπερποζέ ο μηχανισμός είναι πάνω στην πλάκα της σκανδάλης, απλά διότι εκεί υπάρχει αρκετός χώρος. Μερικά σουπερποζέ προσφέρονται με ολόκληρες φωτιές αλλά σε πολύ υψηλές τιμές. Η στήριξη του πυροδοτικού μηχανισμού στην πλάκα της σκανδάλης επιτρέπει έναν πιο απλό μηχανισμό, με ελατήρια σπιράλ. Ενα σύνολο που είναι ανθεκτικό και το οποίο συντηρείται και επισκευάζεται εύκολα. Σε αντίθεση τα πλαγιόκαννα, είτε με μισές είτε με ολόκληρες φωτιές, έχουν μηχανισμό που είναι λιγότερο προσιτός για συντήρηση και τα ελατήρια σχήματος V είναι πιο ευπαθή από τα σπιράλ.

Βέβαια τα ελατήρια V δεν εξασθενούν με τον καιρό όπως τα σπιράλ και προσφέρουν (σε όσους μπορούν να νιώσουν τη διαφορά) καλύτερη αίσθηση σκανδάλης.

Πλεονεκτήματα...

Από την ημέρα που βγήκαν στην αγορά τα σουπερποζέ, η προτίμηση των σκοπευτών έγειρε υπέρ τους. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των σκοπευτών χρησιμοποιεί σουπερποζέ, με την καραμπίνα να έρχεται δεύτερη με μεγάλη απόσταση και το πλαγιόκαννο να λείπει ολοκληρωτικά από τους βατήρες των σκοπευτηρίων. Αυτό μας λέει κάτι σημαντικό. Πρώτον, το σουπερποζέ αντέχει στην πολύ σκληρή σκοπευτική χρήση. Ένας σκοπευτής που ασκείται κανονικά ρίχνει 500 τουλάχιστον φυσίγγια την εβδομάδα. Σε ένα χρόνο ρίχνει 25.000 φυσίγγια, όσα ρίχνει ένας μέτριος κυνηγός σε όλη του την κυνηγετική σταδιοδρομία. Το σουπερποζέ έχει αποδείξει ότι αντέχει αυτή την πραγματικά σκληρή μεταχείριση.

Αρκεί να υπολογίσουμε ότι σε έναν χρόνο ένα σκοπευτικό όπλο θα ανοίξει και θα κλείσει 15.000 φορές, θα λειτουργήσει η μονή σκανδάλη 50.000 φορές, οι εξολκείς του 25.000 φορές, και αυτή η χρήση μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες για ένα όπλο στα χέρια ενός ενθουσιώδους σκοπευτή.

Ταυτόχρονα, το σουπερποζέ με την τζαβέτα στο κοντάκι και τον απλό μηχανισμό στην πλάκα της σκανδάλης επιτρέπει γρήγορες επισκευές και αλλαγές κοντακίου, κάτι σημαντικό για τους σκοπευτές.

Το σουπερποζέ έχει πιο στενή σκοπευτική γραμμή από το πλαγιόκαννο. Η πιο στενή γραμμή λόγω της μιας ορατής κάννης, σε συνδυασμό με τη μεγάλη επιλογή σε ρίγες, προφανώς βοηθά στην καλύτερη σκόπευση σε πιάτα. Θα δούμε ξεχωριστά το πρόβλημα του κυρίαρχου ματιού. Οι θιασώτες του πλαγιόκαννου αναφέρουν την ακριβώς αντίθετη ιδιότητα του πλάγιου στο σημείο αυτό. Έχοντας τΐς δύο κάννες οριζόντια το πλαγιόκαννο προσφέρει ένα ευρύ πεδίο για το μάτι και, στο κυνήγι, βοηθά τη γρήγορη σκόπευση. Το μάτι δεν προσπαθεί να βρει ακρίβεια, όπως κάνει με τη μονή γραμμή του σουπερποζέ, αλλά προσαρμόζεται γρήγορα στην ευθυγράμμιση του μέσου των δύο καννών με τον στόχο. Επίσης στο πλαγιόκαννο, το αριστερό χέρι, αυτό που κρατά τις κάννες, είναι πιο κοντά στον κεντρικό άξονα των καννών, αν ο κυνηγός το βαστά σωστά από τις κάννες μπροστά από την πάπια και όχι με το χέρι στο ξύλο. Όσο πιο κοντά είναι το χέρι στον κεντρικό άξονα των καννών τόσο πιο καλά ευθυγραμμίζεται το όπλο με τον στόχο. Στο σουπερποζέ το χέρι ακουμπά το ξύλο της πάπιας και εκτοπίζεται από τον κεντρικό άξονα των καννών.

Η εργονομία...

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη χρήση, στη μεταφορά και στο «πιάσιμο» το πλαγιόκαννο είναι το πιο βολικό από το σουπερποζέ. Η μακραίωνη εξέλιξη είχε σαν αποτέλεσμα την αφαίρεση κάθε περίπου στοιχείου από το πλαγιόκαννο.

Είναι ένα πολύ πρακτικό όπλο στη μεταφορά του, κάθεται άνετα ανοικτό στο μπράτσο. Το άνοιγμα του είναι αρκετό για εύκολο γέμισμα και άδειασμα, κάτι που σε μερικά σουπερποζέ είναι στενάχωρο και ενοχλητικό. Οι κάννες είναι πιο εύκολα προσιτές σε οπτικό έλεγχο. Οι εξωτερικές διαστάσεις του πλαγιόκαννου είναι πιο βολικές για το ανθρώπινο χέρι και επιτρέπουν τον πιο γρήγορο χειρισμό του όπλου. Ειδικά τη γρήγορη επώμιση και από δύσκολες θέσεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε επικίνδυνα θηράματα το πρώτο σε προτίμηση όπλο παραμένει το ραβδωτό πλαγιόκαννο. Οπως δεν είναι τυχαίο ότι το πλαγιόκαννο με κοντές κάννες και ανοικτά τσοκ χαρακτηρίζουν τις επιλογές των κυνηγών θηραμάτων που απαιτούν γρήγορες και δύσκολες βολές - μπεκάτσα, ορτύκι, πέρδικα.

Η δομή του πλαγιόκαννου επίσης προσφέρεται για την επίτευξη ενός καλύτερου ζυγίσματος. Ο μηχανισμός από τη φύση του βάζει τις μάζες των καννών, της βάσης, του κοντακίου κλπ. σε κατάλληλη θέση και απόσταση από το κέντρο του όπλου ώστε να προσφέρεται ένα πιο «ζωντανό» ζύγισμα.

Λίγα σουπερποζέ έχουν καταφέρει να πιάσουν αυτό το ζωντανό ζύγισμα του καλού δίκαννου, ακόμη και σουπερποζέ που κοστίζουν δεκάδες εκατομμύρια.

Αισθητικές προτιμήσεις

Αν δεν σου αρέσει το όπλο σου, δεν θα ρίχνεις καλά, Αυτή είναι μια αρχή που δεν στηρίζεται στη λογική αλλά στην εμπειρία εκατομμυρίων κυνηγών. Το τι αρέσει είναι υποκειμενικό και έτσι πρέπει να είναι.

Για μερικούς το πλαγιόκαννο ενσωματώνει την πεμπτουσία της ομορφιάς στο κυνηγετικό όπλο.

Για άλλους το σουπερποζέ με τΐς μοντέρνες γραμμές και το στενό σώμα είναι το πιο κομψό σύνολο.

Η αλήθεια είναι ότι στα χέρια των μεγάλων μαστόρων και οι δύο τύποι έχουν δώσει όπλα απαράμιλλης ομορφιάς. Τα Browing Β25, τα Beretta SO, το θρυλικό Boss είναι σουπερποζέ που άνετα μπορούν να σταθούν δίπλα σε οποιοδήποτε χειροποίητο και σκαλιστό πλαγιόκαννο.

Στα φθηνά όπλα της αγοράς και οι δύο τύποι έχουν υποστεί μια απλοποίηση του σχήματός τους, την ίδια έκταση φτιασιδώματος με μηχανικά εντυπωμένα σκαλίσματα.

Έθνος Κυνήγι Βιβλιοθήκη. 08 Η εξέλιξη του σουπερποζέ.