Tι δεν μπορεί να γίνει

Ουτοπία των ουτοπιών που ως τώρα δεν έγραψα μεγαλύτερη. Η αλήθεια είναι ότι δε μπορεί να γίνει τίποτε για την οργάνωση του ορτυκοκυνηγιού για μεθοδικό, συστηματικό και αψεγάδιστο κυνήγημα. Είναι δυνατόν να συγκρατήσεις έξω από το ορτυκοτόπι τους αρματωμένους ντελήδες με τα σκυλιά και τους αξιοθρήνητους τορβατζήδες που τους συνοδεύουν και να τους πεις:

- Συνάδελφοι, κάμετε υπομονή μισή ώρα ώσπου να βγει ο ήλιος καλά-καλά, να πιάσει η ζέστη που θα ναρκώσει τα ορτύκια για να λουφάξουν στην έδρα τους, που διάλεξαν όπως-όπως για διημέρευση. Μη βιάζεστε και θα τα διώξετε και θα τα γυρεύετε ώρες, ενώ τώρα τάχετε συγκεντρωμένα στο μαντρί. Μη ρίχνετε τουφεκιές τώρα και θα γκαβωθήτε.

Των αδυνάτων αδύνατον. Αν δε σε πάρουν στον «αέρα» σαν τους παγανιστάδες που χουγιάζουν το καπρί στο λόγγο, θα σε πουν μειλίχια με τη γλώσσα του οπλοφόρου:

-Καλέ, άντες. Εμείς, κύριος, έχουμε μαγαζιά και βιαζόμαστε να τα' ανοίξουμε. Συ έχεις καιρό και μένεις αργά. Ο,τι πάρουμε, πήραμε. Εμπρός μαρς!

Να τους πεις πάλι: - Παιδιά, ν' αρχίσουμε να κυνηγάμε ακροβολισμένοι από πάνω απ' τα κακοτράχαλα προς τα κάτω, για να τα ρίξουμε προς τα ομαλά. Λογικό βέβαια, μα πάλι θα σε πουν:- Δεν κρατάς τη στρατηγική για ελόγου σου, μπάρμπα! Τα ορτύκια όπως κι απ' όπου να τα κυνηγήσεις, άμα ξετιναχτούν τραβάνε προς τα πυκνά πετώντας ακόμα πάνω απ' το κεφάλι σου και κάτ' απ' τα σκέλια του σκύλου σου. Εδώ είναι ό,τι αρπάξουμε. Ο αρπάξας του αρπάξαντος.

Το πολύ πολύ που μπορεί να γίνει είναι να τους ανοίξεις τα καλά τσιγάρα σου, να τους κεράσεις από ένα και να τους συγκρατήσεις, ώσπου να πιουν το μισό και κείνο σε τρεις νευρικές ρουφηξιές με πέντε φτύματα και «άιντε».

Σωστικό είναι να τους αφήσεις να χυμήξουν στο ορτυκοτόπι «μπάτε σκύλοι και αλέστε» και να τους ακολουθήσεις πίσω από 500 μ. και να καθαρίζεις ό,τι άφησαν με τη βιασύνη τους πίσω, ή να πας στο πειό μακρινό ορτυκοτόπι που πάνε λίγοι και εκεί να δουλέψεις.

Υπάρχουν βέβαια ορτυκοτόπια ασύχναστα ή δευτέρας κατηγορίας, που θα τα ξέρεις όπως είπαμε στην αρχή και εκεί θα κάμης την τύχη σου. Και η τύχη μέτρο δεν έχει. Κερδίζει κάποτε και το άκεφο και αρρωστιάρικο άλογο την κούρσα από το ορθόλαιμο και λουσάτο.

Πειό καλό είναι να κυνηγήσεις το απόγευμα. Τότε αποχωρούν όλοι και μόνος κυνηγάς με το κέφι σου αν αντέχει το σκυλί σου και συ θα βρεις ορτύκια συγκεντρωμένα στις πλαγιές και στα ορτυκοχώραφα, όπως ήταν το πρωΐ. Αυτό όμως όταν πλησιάζει το σούρουπο, οπότε δεν σου μένει και καιρός.

Σύνεργα για το ορτυκοκυνήγι

Το ορτυκοκυνήγι το χαρακτηρίζω σαν ειδικό κυνήγημα και παρακλάδι της όλης κυνηγετικής τέχνης ή επιστήμης, σα θέλετε. Τέτοια παρακλάδια είναι το κυνήγι των γουρουνιών, των υδροβίων, το κυνήγι με γκέγκα κ.λπ.Ενας κυνηγός «απ' όλα» δεν μπορεί να είναι. Ετσι ή ορτυκάς ή γουρουνάς θάναι. Αν τα ανακατώνει όλα, κατορθώνει «λίγο απ' όλα» και κανένα σωστό. Ο ορτυκάς ή ορτυκοκυνηγός αφού πρέπει να ξέρει τόσα και τόσα για τα ορτυκοτόπια, τα περάσματα και άλλα που θα πω παρακάτω και όσα έγραψα παραπάνω και όσα προ ετών αφηγήθηκα πάλι εδώ και όσα και γω δεν ξέρω, θα πάρει την ειδικότητα του ορτυκοκυνηγού.

Τέτοιους συναδέλφους είδα και τους θαύμασα. Η αποκλειστικότητά τους στο ορτυκοκυνήγι τους έκανε άσσους και θαυματοποιούς. Κυνηγάτε μαζί τις ίδιες ώρες και στα ίδια μέρη. Αυτοί θαρρείς έχουν τη χρυσή βέργα και βρίσκουν πενταπλάσια ορτύκια από σένα και απορείς. Εχουν αέρα, ευχέρεια, γνώση και δεν κοπιάζουν όσο εσύ. Η ειδικότης τους εδίδαξε πολλά που αγνοούμε εμείς.

Πρώτα πρώτα τοιμάζονται από καιρό προτού αρχίσει το κυνήγι. Χίλια φυσίγγια τοιμάζουν γιατί όταν αρχίσουν τα περάσματα, δεν προφταίνεις να τοιμάζεις «ριξιές» και να ξεκουράζεσαι. Χρόνο πολύ θέλουν τέτοια γεμίσματα. Και το γέμισμα είναι δύσκολο γιατί γεμίζουν παλιές χαρτούσες πεντέ-ξη φορές ριγμένες. Τις γεμίζουν για να μην στοιχίσουν ακριβά με τα πειο φτηνά υλικά (μαύρο μπαρούτι, τάπες κομμένες από τους ίδιους).

Αν είσαι πλούσιος βέβαια αυτά δεν τα λογαριάζεις, μα η πλειονότης των ορτυκοκυνηγών είναι άνθρωποι φτωχοί και λογαριάζουν ότι το φυσέκι πρέπει να έχει το ένα τρίτο της αξίας του ορτυκιού.

Για σύνεργα γεμισμάτων στο σπίτι δεν κάμνω λόγο. Ολοι πρέπει να τα έχουμε. Ο ορτυκοκυνηγός όμως κάμνει γεμίσματα αδύνατα. Λιγώτερο από 4 γραμμάρια μπαρούτης μαύρης και σκάγια λιγώτερα από 28 γραμμάρια Νο 11, ποτέ όμως μικρότερα από Νο 10, διότι τα ορτύκια σμπαραλιάζονται με χοντρά σκάγια και γερή ριξιά των 2 γραμ. άκαπνης και 30 γραμμ. σκαγίων. Ορτύκι και τρυγόνι έχει διαφορά ό,τι ο λαγός με το αγριογούρουνο. Μαύρη μπαρούτη χρησιμοποιούν οι ορτυκοκυνηγοί από οικονομία βέβαια που ισοφαρίζει τις απώλειες, γιατί τουφέκι που θα ρίξει πάνω από 20 τουφεκιές μαύρης γεμίζει καπνιά και δεν «κόβει». Αφίνει ζωντανά τα ορτύκια και χάνονται ή δεν τραβά καλά πέρα από 30 βήματα. Γι' αυτό η βέργα στο κυνήγι του ορτυκιού είναι απαραίτητη για να καθαρίζεται η κάννη μετά τις 20 ή 25 τουφεκιές. Η άκαπνη 1,5 γραμμ., με 28 γραμ. σκάγια και η γύρω απ' αυτήν ριξιά με ανάλογο τύπο άκαπνης είναι ιδανικά γεμίσματα για ορτύκια.

Το ορτύκι με μια σκαγιωματιά τίθεται εκτός μάχης αδιάφορο αν τρυπώνει και δεν βρίσκεται. Είναι παροπλισμένο πεια και παραδίνεται στην συνέπεια της αξίας της μύτης του σκύλου σου. Αν κελαηδεί λοιπόν η τσέπη σου, να χρησιμοποιείς άκαπνη για να σου λείπουν οι βέργες, τα σκοινιά και τα στουπιά, που εκτός από το μπελά του κουβαλεμού τους, σου προσθέτουν πάνω στο πατιρντί του πυρετού σου την υποχρέωση να επιδοθείς σε λυσίματα όπλου . και ανιαρά καθαρίσματα, ενώ εσύ βιάζεσαι και ο σκύλος σου στριφογυρνά δυσανασχετώντας, επειδή θέλει να κυνηγήσει πάνω στην άκαιρη έμπνευση της επιμελείας του όπλου σου.

Δυο παγούρια και αν βαστά η ράχη σου, ένα τουλούμι νερό να κουβαλάς μαζί σου. Τα ορτύκια κατά κανόνα κυνηγιούνται -πέφτουν για να κυνηγηθούν από την ευγένειά σου- σε ζεστές μέρες. Ο Σεπτέμβριος και Οκτώβριος είναι μήνες που οι νύχτες τους είναι χειμωνιάτικες και οι μέρες τους καλοκαιρινές, καφτερές σαν του Αυγούστου. Ο σκύλος κάθε μισή ώρα διψά και βαραίνει. Για να κυνηγά άνετα, πρέπει να τον ποτίζεις. Και ένα κύπελλο ή πιατάκι καλό είναι νάχεις για να τον ποτίζεις και ν' αφήσεις τις ευκολίες να κάμνεις γούβα τη ρεπούπλικά σου ή την τραγιάσκα σου για να γίνεται γούρνα ποτιστική. Τα κατσιβέλικα αυτά προχειροφτιάγματα είναι επικίνδυνα και όχι μονάχα αντιαισθητικά.

Τουφέκι δωδεκάρι, φίλτατε. Οι πασάδες και μαχαραγιάδες κυνηγούσαν τα ορτύκια με τουφεκά-κια 20 και 26 καλίμπρ. Περήφανο και ιπποτικό βέβαια και άξιο κυνήγι είναι αυτό, μα τέτοιο πνεύμα και να σε συμβουλέψω δε θα αποχτήσεις. Δωδεκάρι λοιπόν δίκαννο ας είναι και βαρύ. Η δεξιά κάννη τέλειος κύλινδρος και ραβδωτή νάναι καλά είναι για να παν τα σκάγια εκεί που δεν σημαδεύεις. Σήμερα υπάρχουν διασπορείς και αναπληρώνουν τη ραβδωτή κάννη που έχει πολλά μειονεκτήματα.

Σε συστήνω στην αριστερή κάννη γερή ριξιά με χοντρά σκάγια για λαγό, πέρδικα και τρυγόνι, που μπορεί να σου τύχει κυνηγώντας ορτύκια. Αυτήν θα την χρησιμοποιείς μόνο γιαυτά. Είμαι οπισθοδρομικός στο ζήτημα αυτό. Ντουμπλέ στο ορτύκι να τραβάς είναι επιζήμιο. Πρώτα-πρώτα το ορτύκι είναι εύκολο τίρο και πρέπει να το πετυχαίνεις με την πρώτη. Αν ρίξεις ντουμπλέ μια σε ένα και μια σ' άλλο ορτύκι και σκοτωθούν, η φασαρία της ευρέσεως ή του απορταρίσματος είναι μεγαλύτερη από το ξετίναγμα άλλου ορτυκιού, λίγο παραπέρα. Για να βγαίνουν δυο-δυο τα ορτύκια, θα πει πως υπάρχουν πολλά και τα πολλά καλά είναι να μαζεύονται «φασούλι με φασούλι. Αυτό είναι προσωπική μου γνώμη από πείρας.

Πολλές φορές γυρεύοντας τα δυο έχασα και το ένα και λαγό και άλλα ορτύκια που έβγαιναν στο αναμεταξύ. Αν όμως ο τόπος δεν κρατεί πέρδικες και λαγούς, ευνόητο είναι νάχεις και στις δυο κάννες ψιλές ορτυκίσιες ριξιές. Για μας εδώ αυτό δεν ενδείκνυται. Και αγριογούρουνο μπορεί να βγάλεις κυνηγώντας ορτύκια στα βαθύτερα ορτυκοτόπια μας. Γιαυτό οι καθαυτό κυνηγοί στο φυσεκλίκι τους πάντα στην άκρη άκρη έχουν ένα φυσέκι με σφαίρα και ένα με σφαιρίδια.

Εκείνα τα λουριά με τους κρίκους ή τα σκοινιά με τις θηλειές που περνούν τα σκοτωμένα πουλιά απ' το κεφάλι και ταλαντεύεται η αρμαθιά μια στα γόνατα και μια στα μεριά, είναι απόβλητα. Τα σκοτωμένα κυνήγια δεν είναι χταπόδια που θέλουνε «σγούρισμα». Οσο τα χτυπάς και τα συμπιέζεις, τόσο προχωρούν στην σήψη και το βρώμισμα. Αφήνω τις λιγδιές που πασαλείβουν τα παντελόνια. Το σκοτωμένο κυνήγι θέλει περιποίηση ώσπου να φαγωθεί και ύστερα ό,τι θέλει ας γίνει στα άντερά μας. Το ορτύκι ειδικά είναι πουλί με πάχος και πλαδαρό κρέας. Αν χτυπηθεί, στα γόνατά μας, χαλάει.

Θέλει πλεμάτι έξω από το σακκίδιο και για να μη λερώνεται η τσάντα, καλά είναι να φοδραριστεί απ' έξω με ένα κομμάτι μουσαμά ή νάυλον μεταξύ του διχτυού και της τσάντας. Στην Πόλη, που κυνηγούν συστηματικά τα ορτύκια, οι κυνηγοί παραγγέλνουν σε γύφτους καλάθια για την πλάτη, που μοιάζουν με τους ψεκαστήρες των αμπελουργών. Ενα τέτοιο σύνεργο για τα ορτύκια είναι μοναδικό εξάρτημα για τον καθαυτό ορτυκοκυνηγό, τέλειος ορτυκοτροβάς.

Οπωσδήποτε ένα σακκίδιο κρεμαστό αριστερά για το πρόχειρο τοποθέτημα των ορτυκιών είναι απαραίτητο. Σε κάθε ορτύκι που θα σκοτώνεις αν κατεβάζεις το σακκίδιο της πλάτης για να το ρίξεις μέσα, είναι τρανή ματαιοπονία.

Αφού σκοτώσεις πεντέξη, τότε αδειάζεις το μικρό σακκίδιο στο μεγάλο της πλάτης. Κάτι γιλέκα με τσέπες και φυσεκλίκια μπροστά και σακκούλα πίσω, που φιλοτεχνούν οι εφευρετικοί ραφτάδες και μας τα λανσάρουν οι φίλοι μας και τρέχουμε πατείς με πατώσαι να τα παραγγείλουμε, δεν είναι για ορτύκια. Πρώτα είναι βαρειά για φόρεμα μέσα σε καφτές μέρες και δεύτερον λιγδώνουν και ματώνονται έτσι, που η σκλάβα μας δε μπορεί να τα καθαρίσει με ένα γκαζοτενεκέ τρινάλ.

Προνομιούχος είσαι αν έχεις, από πίσω σου τον τορβατζή σου. Ο μαχαραγιάς έχει τον αράπη του, εσύ το γιόκα σου ή κανένα εθελοντή ή αξιολύπητο φίλο σου. Σε ακολουθεί ο ζαβαλής δειλός και αμύητος. Του φορτώνεις τα σακκούλια, τα φυσέκια -που θά-ναι πολλά- τα παγούρια και όλα τα συμπαραμάγκαλά σου για να του δώσεις κάποτε κι αυτουνού το ντουφέκι σου για να ξαφνιστεί και ξιππάσει κανένα πετούμενο. Αν η μοίρα σε ηυδόκησε νάχεις τέτοιον συμπαραστάτη, είσαι ευτυχής, γιατί έχεις δίπλα σου αράπη και ελέφαντα. Τότε ανάλαφρος κυνηγάς και σου απορτέρνουν τα ορτύκια μια ο σκύλος και μια ο υπασπιστής, που συγυρίζει τα αναμαλλιασμένα πούπουλά τους και σου τα κουβαλά κιόλας με τερπνά σχόλια περί του βάρους του ορτυκιού και του χρώματος των ποδαριών τους.

Το καθαυτό και το «εκ των ουκ άνευ» σύνεργο (γράφε συνεργός) του ορτυκοκυνηγήματος είναι ο σκύλος, του πρωταγωνιστού ο πρωταγωνιστής και του αγώνος ο πρωταθλητής. Κυνήγι ορτυκιού δίχως σκύλο θα πει χαρά δίχως κρασί και γάμος δίχως νύφη. Τι λογής πρέπει νάναι ο κύριος αυτός προϊστάμενος δεν χωράει και εδώ να πούμε. Λίγα όμως χρειάζονται για να μη μείνει λειψή η υπόθεις. Ο ορτυκτσής σκύλος πρέπει νάναι δοκιμασμένος. Ο σβέλτος και ζωηρός σαν τους περισσοτέρους πόιντερ είναι απόβλητος. Ο φρόνιμος και σιγανός είναι κατάλληλος που θα τον διαλέξεις από ράτσα τέτοια ή θα τον κάμεις αρμόδιο εσύ, χωρίς να ξέρω αν με το ξύλο ή με τα ζαχαρωτά. Να μην καλπάζει τυρέχοντας «από ρυτήρος». Να μην είναι σιφούνι, παρά χελώνα. Να φερμάρει βλακωδώς, να απορτέρνει και να μην κυνηγά το τουφεκισμένο και μη σκαγιωμένο ορτύκι, να μη μασά και συνθλίβει το πλαδαρό ορτύκι και να σου το φέρνει ζωντανό. Τέτοιος σκύλος δεν κουράζεται κιόλας και σε υπηρετεί ως το μεσημέρι. Αν θες να κυνηγήσεις και το απόγευμα, θάχεις τη ρεζέρβα του.

Δίχως σκύλο κυνηγάς τα ορτύκια μόνο στα ανοιχτά χωράφια. Από τους θάμνους και τα ρέματα μόνο ο σκύλος θα σου παρουσιάσει ορτύκια. Ούτε η πετριά σου, ούτε η φωνάρα σου, ούτε το ταβατούρι σου είναι ικανά να ξετρυπώσουν το ορτύκι όταν κυνηγημένο και τουφεκισμένο κατέφυγε στις θαμνωσιές και όταν έπιασε ζέστη. Ο σκύλος είναι θαυματοποιός. Είκοσι βγάνει αυτός και δυο ο κυνηγός. Δέκα «φτερουγα-ριές» απορτέρνει αυτός και καμμιά δεν βρίσκει ο αφεντικός.