Η διεξαγωγή του ορτυκοκυνηγήματος

Αφού έχεις τα σύνεργα που αναφέραμε στο προηγούμενο, βοηθούς και συνεργάτες, «τα γένεια και τα χτένια, σαραντάμερο χρόνο και παράν» (διότι το κυνήγι του ορτυκιού είναι το δαπανηρότερο όλων των συγγενικών λειτουργημάτων) και αφού ντρεσαριστείς κι ελόγου σου σε περπάτημα ωρών με φορτίο δέκα οκάδων περίπου (όπλο, φυσέκια, σακκούλια, παγούρια), αν σου λείπει ο «αράπης», «ως συνήθως», τότε επιδίδεσαι στο κυνήγι των ορτυκιών για μεγάλα βέβαια νούμερα, για να κορεσθή το κυνηγετικό σου μένος και για να χορτάσης με πεσκέσια τους φίλους και κουμπάρους σου, ευφημιστικά διεγείροντας σχόλια.

Ξύπνημα πρωινό απαραίτητο. Αν τα ορτυκοτόπια ήταν δικά σου και δεν τα πατούσαν άλλοι ξενύχτηδες συμβλαμμένοι, θα σου έκαμνα τη σύσταση να μπαίνεις στα ορτυκοτόπια κατά τις « η ώρα» και αργότερα ακόμα, για να βρεις τα ορτύκια αποφασιστικά σταλιασμένα, οπότε δεν θα ξεσηκώνονται όλα μαζή, παρά ένα-ένα ή δυό, τα κοντά-κοντά.

Γιατί γνώριζε, αν δεν το ξέρεις, μια και ως τώρα δεν το είπα: Οταν είναι πρωί τα ορτύκια δεν είναι που ξετινάζονται δίχως ζόρισμα παρά έχουν και την εξής ιδιότητα. Οταν τιναχτεί ένα ορτύκι και το δίνει στο φευγιό όσα ορτύκια βρίσκονται λαγιασμένα κατά μήκος της διαδρομής του, σαν «από συνθήματος» ξεσηκώνονται και το ακολουθούν. Ετσι αδειάζει μια μεγάλη ζώνη από το ορτυκοτόπι. Δεν συμβαίνει δηλονότι το πρωί να φεύγουν τα ορτύκια πούναι γύρω σου και να μη στέκουν στη φέρμα. Ενα φτερούγισμα φευγαλέου ορτυκιού δίνει το συναγερμό και ξεγυμνώνεται το ορτυκοτόπι. Μένουν μερικά στις άκρες που νομίζουν ότι βρήκαν καλό καταφύγιο.

Και στις πέρδικες συμβαίνει αυτό. Μα αυτές είναι ένα κοπαδάκι συγκεντρωμένο και με το τρανταχτερό φτερούγισμα μπορεί να τιναχτεί όλο το κοπάδι και να πετάξει προς μια κατεύθυνση. Τα ορτύκια πετούν προς όλες τις διευθύνσεις και το ένα παρασέρνει το άλλο, σε σημείο που ενώ σ' ένα ορτυκοτόπι 50X50 μ. ζαρώνουν εκατό ορτύκια, θα απομακρυνθούν προς όλες τις κατευθύνσεις και προς τα γύρω πυκνά μέρη τα 80 τουλάχιστον.

Αν ψηλώσει όμως ο ήλιος και πιάσει η ζέστη, αυτό δε γίνεται. Κάθε ορτύκι ακούει τον εαυτό του. Αν πετάξει, σπάνια παρασέρνει τα άλλα. Προτιμά να ζαρώνει και να πιστεύει ότι θα ξεγελάσει σκύλο και κυνηγό. Λουφάζει με ανοιχτά μάτια καθισμένο σαν αυγό σ' ένα τσαλάκι και πολλές φορές βασανίζει το σκύλο τον αναγκάζει να κλώθει γύρω του κύκλους, να το 1 φερμάρει απ' όλες τις μοίρες του κύκλου και να μην τινάζεται. Εχει μάλιστα το θράσος να κλωθογυρνά έχοντας την ουρά προς το σκύλο και το κεφάλι προς το ελεύθερο μέρος, για να πετάξει όχι κατά-μουτρα προς το σκύλο.

Γίνεται δηλαδή κάτι σαν τον ποντικό μες την παγίδα όταν φερμάρει απ' έξω ο γάτος. Τόσο βαρύ γίνεται το ορτύκι στη ζέστη και δε θέλει να πετάξει, ενώ βλέπει σ' ένα μέτρο κοντά και τον εχθρό του σκύλο. Γι' αυτό οι διάφοροι σφενδονάδες και ροπαλοφόροι κυνηγούν τα ορτύκια τα μεσημέρια και τα σκοτώνουν κατάχαμα, καθώς τα βλέπουν να ζαρώνουν απρόθυμα για φευγιό.

Η φιλοσοφία του κυνηγήματος του ορτυκιού από σοβαρό και ειδικευμένο κυνηγό με σκύλο, συνοψίζεται με το νόημα του αρχαίου γνωμικού: «Σπεύδε βραδέως». Θα κυνηγήσεις το ορτύκι, φίλε μου, με βήμα σημειωτόν. Πάνω - κάτω, δεξιά - αριστερά, πίσω -μπρος, πάνε - έλα. Αυτό είναι η τέχνη του. Ετσι ψάχνοντας δέκα στρέμματα χωραφιού μπορείς να ξετρυπώσεις 50 ορτύκια, ενώ βιαστικά περνώντας σα σιδερόδρομος σε 40 στρέμματα δε βγάζεις ούτε τα μισά.

Με τον τρόπο αυτό πατάς σταθερά στη γη και είσαι σε θέση να κυβερνήσεις το ντουφέκι σου και να σκοπεύεις σταθερά και αβίαστα.

Γιατί, μη νομίσεις πως επειδή το φυσέκι σου έχει 1.500 σκάγια μέσα του μπορείς να μπρουμυτίζεις με το «μπαμ» το πουλί. Θέλει κι αυτό σημάδεμα όπως κάθε θήραμα, όχι την ιδέα ότι «ανοίγουν τα σκάγια και θα το πιάσουν». Ξέρω κυνηγούς που ευκολότερα σκοτώνουν το λαγό, παρά το ορτύκι. Πετά βέβαια, σαν πέρδικα ίσια, μα είναι μικρός στόχος και δε θαρρώ ότι πετά πειό αργά από την πέρδικα. Εκτός απ' αυτό έχει το μειονέκτημα να παρασέρνεται από τον αέρα, που συνήθως φυσά - με τα ισχυρά μελτέμια πέφτουν τα πολλά ορτύκια - και σε ξεφεύγει από τη «μίρα» όταν πιέζεις την σκανδάλη.

Επειτα, πετάγεται πολύ κοντά σου και το τουφεκάς κοντά (7-10 μ.) που τα σκάγια σου δεν άνοιξαν πολύ για να το τυλίξουν έστω και ένα δάχτυλο αριστερά ή δεξιά κακοσημαδεμένο. Το να συνηθίσεις να εκτιμάς την απόσταση του ορτυκιού και να κρατιέσαι και να πατάς τη σκανδάλη στα 18-22 μέτρα είναι τέχνη αποχτημένη από πολλή πείρα. Με τέτοια δεξιότητα έχεις επιτυχία 90%. Αλλοιώς, αν τουφεκάς στα 8-10 μ. και ευστοχείς ακόμα, κομματιάζεις το ορτύκι και το παίρνεις κουρέλι. Τέτοιο ορτύκι συχαίνεται και ο σκύλος και δεν το απορτέρνει.

Αν τουφεκάς σε απόσταση 30-35 μ. και είναι η ριξιά σου μικρή (1,5 με 28 γραμ. σκάγια ή ανάλογη με μαύρη μπαρούτη) έχεις απώλειες από τη διασπορά των σκαγιών και τα μη θανατηφόρα τραύματα, όταν μάλιστα το τουφέκι σου είναι λερωμένο από τις καπνιές του μαύρου μπαρουτιού. Τα ψιλά σκάγια άλλωστε που θέλει το ορτύκι - Νο 10, 11 - δεν έχουν στα 35 μ. δύναμη διατρητική. Τραυματισμένο ορτύκι σε παιδεύει πολύ για να το βρεις, όχι μονάχα στις θαμνουριές παρά και σε καλαμιά χωραφιού με αγκαθιές ζιζανίων.

Κοντά σ' αυτά, ώρα είναι να τα πω, για τελευταία φορά, εν γνώσει μου ότι θα επισύρω την ειρωνεία σου και τους χαρακτηρισμούς που δεν επιθυμώ. Είμαι ενάντιος στους «ντουμπλέδες» για τα ορτύκια. Οχι γιατί δεν αναγνωρίζω ότι αυτό είναι το κορύφωμα της επιτυχίας σου και η εικόνα της τελειότητός σου, ως σβέλτου και ως επιδεξίου σκοπευτού. Ο ντουμπλές (και εννοώ το τουφέκισμά σου σε δυό ορτύκια, ένα απ' εδώ και άλλο απ' εκεί και όχι το δευτέρωμα της πρώτης σου αστοχίας στο ίδιο ορτύκι, που είναι, για να τα πούμε ρεαλιστικά, δεύτερη μούντζα στην πρώτη σου αστοχία) ο ντουμπλές είπα, στα ορτύκια είναι χασομέρι ενώ θα έλεγε κανείς ότι είναι κέρδος και χρόνου οικονομία.

Αν κυνηγάς σε απλωτό και καθαρό χωράφι, σου το συνιστώ και ενδείκνυται όταν δυό ορτύκια φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο προς την ίδια περίπου κατεύθυνση ή κάμνουν μια μικρή γωνία 10 ή 20 μοιρών από το μάτι σου και την κατεύθυνση που παίρνουν. Τότε τα ορτύκια θα πέσουν κοντά - κοντά και θα τα βρεις γρήγορα. Αν όμως κυνηγάς σε πουρναρότοπους και τουφεκίσεις ένα ορτύκι προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση, τότε ή θα βρεις μόνο το ένα αν καρφώσεις το μάτι σου και σημαδέψεις το μέρος που έπεσε και τρέξεις αμέσως να το πάρεις, ή θα τα χάσεις και τα δύο.

0 σκύλος σου για να σου βρει δυό ορτύκια σε τέτοιες πυκνούρες που δεν υπάρχουν διάδρομοι για να τους ανιχνεύσει και να πάρει μυρωδιά, και πηδά πάνω από τους θάμνους και πατά επάνω τους, θα χασομερήσει τόσο όσο δε θα χασομερούσε αν σε οδηγούσε σε νέους ντορούς ορτυκιών.

Λογάριασε ακόμα την δυσμενή ψυχολογική επίδραση που προξενεί η αγωνία σου και η βιασύνη να κυνηγήσεις τη στιγμή που συ με το σκύλο σου ψάχνεις να βρεις ένα κτυπημένο θήραμα που το είδες να πέφτει με την τουφεκιά σου και ο σατανάς να σου το εξαφανίζει με μυστηριώδη παρέμβασή σου. Θυμώνεις και φουρκίζεσαι, τρέμεις και βρίζεις, επιμένεις και δε φεύγεις. Κουράζεις και το σκυλί με τις παραινέσεις σου να ψάξει, ενώ αυτό συλλαμβάνει άλλες μυρωδιές και απομακρύνεται από τον τόπο που ζητείς το «χαμένο».

Ξεπετούν κιόλας τότε και άλλα ορτύκια και δεν τα τουφεκάς, γιατί είσαι σκυμμένος και δεν κρατείς ανάλογη στάση για τουφέκισμα. Τρίζεις τότε και τα δόντια και τα νεύρα σου ανάφτουν. Τουφεκάς και κανένα πάνω στη νευρικότητά σου. Δεν πέφτει. Η οργή σου στο κατακόρυφο υψώνεται και γκρεμίζεται η αυτοπεποίθησή σου. Γι' αυτό προτιμώ να σε συμβουλέψω να μη ρίχνεις ντουμπλέδες στα ορτύκια. Πες στο κάτω -κάτω ότι κρατείς μονόκαννο και μ' αυτό κυνηγάς.

Λίγος σου μένει χρόνος για να κυνηγήσεις ορτύκια. Αν κυνηγάς πρωί, έχεις μπροστά σου χρόνο, μα όσο αυτός προχωρεί, τόσο η συγκομιδή ελαττώνεται. Αυξάνει η ζέστη και η κούρασή σου μαζή και του σκύλου. Και τα ορτύκια δυσκολώτερα βγαίνουν ή είναι αραιά από το ξάφρισμα που τους έκαμαν οι κυνηγοί ή από την πρόνοια που έχει το κεφαλάκι τους να κρύβωνται καλλίτερα, διαλέγοντας ασφαλέστερα καταφύγια.

Αργά και σίγουρα

Το κυνήγημα με βήμα προς βήμα είναι το ενδεδειγμένο κυνήγι για το ορτύκι. Τρέχοντας απ' εδώ και απ' εκεί για να βρεις μαζεμένα τα πουλιά και ν' αρπάξεις όσα προφτάσεις, κάμνεις το κακό να κουράζεσαι και να μη μένεις ικανοποιημένος από κανένα ορτυκοτόπι. Να ξαναγυρίσεις πάλι πίσω σε κάποιο μέρος που πέρασες προτήτερα και δεν σε ικανοποίησε, είναι αδύνατο στην απληστία σου. Επειτα σκέψου και τούτο: Το σιγανό περπάτημα και το άρρυθμο, ξαφνίζει το θήραμα και το ξεπετά. Το ρυθμικό και βιαστικό δεν ταράζει πολύ το λουφαγμένο θήραμα, που παρακολουθεί το γδούπο της περπατησιάς σου και λέει: - Κάποιος περνά απ' εδώ ίσια και ας τον αφήσω να περάσει.

Το διακεκομμένο βήμα παραφοβίζει το θήραμα και ξεπετιέται, γιατί λέει: - Κάποιος έρχεται ύπουλα κατευθείαν σε μένα και σταματά και με γυρεύει επίτηδες και επισταμένα. Ας το σκάσω. Και τινάζεται να φύγει, πράμα επιδιώξιμο και επιθυμητό για τη δράση του κυνηγού.

Επειτα λογάριασε και το σκύλο σου. Αυτός θέλει να σαρώσει όλο το έδαφος και να το ψάξει. Του χτυπούν τη μύτη μυρωδιές απ' όλους τους ανέμους και θέλει όλες να τις ψηλαφίσει για να ικανοποιήσει το πάθος του, την περιέργειά του και να βεβαιωθεί τι ήταν αυτό που τον ενοχλούσε. Η δουλειά αυτή θέλει χρόνο και υπομονή και θα τα κάμεις χάριν του σκύλου σου, που θα σε αμείψει, παρ' όλα τα χασομέρια αυτά. Αλλοιώς μην παίρνεις σκύλο μαζή σου.

Μια άλλη λεπτομέρεια, στη λειτουργία του κυνηγήματος του ορτυκιού, έχω να προσθέσω. Είναι και αυτή οπισθοδρομική και θα έχω την καταλαλιά σου, συνάδελφε. Σε αποτρέπω να τουφεκάς ορτύκι που περνά σταυρωτά «τραβέρσα» τουφεκισμένο από άλλον ή και συμπτωματικά πετούμενο. Για να ολοκληρωθεί μια καλή σκόπευση σε ένα θήραμα από τον σκοπευτή κυνηγό, όσο και αν είναι αυτός ταχύς και σβέλτος, μεσολαβεί ένας χρόνος 2-4 δευτερολέπτων. Αν το ορτύκι περνά «τραβέρσα», όπως λέμε, φραγκολεβαντίνικα, στο χρονικό αυτό διάστημα διαγράφει μια τροχιά ενός τετάρτου κύκλου ή μισόν κύκλο αν πετά σε απόσταση 10-15 μέτρων από κοντά σου.

Σκοπεύοντας ένα τέτοιο ορτύκι, το σκοπεύεις έξω από τον χώρο που απλωνόταν μπροστά στα μάτια σου και που ήταν το «πεδί-

ον βολής» σου. Εξω απ' αυτό το «πεδίον» δεν ξέρεις τι έχει. Μπορεί να βρίσκεται ο σκύλος σου, ο συνώνυμος άλλου κυνηγού, ο τσαντατζής σου, ένας άλλος συ-γκυνηγός, ένας ξυλάς ή γεωργός ή βοσκός. Το δυστύχημα θάναι αναπόφευχτο!

Παρακολουθώντας σκοπευτικά το ορτύκι δεν βλέπεις τίποτε άλλο απ' αυτό και απ' το βροντάρι σου, ενώ όταν τουφεκάς κατευθείαν μπροστά σου, γνωρίζεις προτού επωμίσεις το όπλο σου, τι υπάρχει στην έκταση και προέκταση του μετώπου σου. Κι αυτό, γνώριζε ότι είναι του δικού σου ελέγχου. Μόνο αν, προτού τουφεκίσεις, ερευνήσεις τα γύρω σου και πεισθείς ότι είσαι στον τόπον εκείνο μόνος, τότε τουφεκάς προς όλες τις κατευθύνσεις και τις «τραβέρσες».

Μα αυτό στα ορτύκια δεν συμβαίνει. Οι κυνηγοί και τα σκυλιά τους αλωνίζουν αφηνιασμένα και σου ξεφυτρώνουν κάθε ώρα και στιγμή σαν φαντομάδες, όσο και αν απεχθάνεσαι την παρουσία τους και αποφεύγεις την «καλημέρα» τους. Γι' αυτό χάλασα αυτές τις γραμμές και είπα πολυειπωμένα πράματα. Το ορτικοκυνήγι είναι κυνήγι ομαδικό ή καλλίτερα, αναγκαστικά γίνεται ομαδικό γιατί όλοι οι κυνηγοί ενός συνοικισμού βγαίνουν προς τα ορτυκοτόπια, που είναι καθορισμένα, όπως και εσύ. Για να τους αποφύγεις είναι αδύνατο, εκτός αν κυνηγάς καταμεσήμερα, οπότε αποτραβιούνται οι περισσότεροι από κούραση και για ανάπαυση.

Επειτα, μη λησμονείς και την εξυπνάδα του ρωμιού: Οπου ακούει πολύ τουφεκίδι, εκεί σπεύδει ο ερίφης. Βρήκες μεταλλείο. Σε αφήνει να το εκμεταλλευτείς μόνος, δίχως να γίνει μέτοχος και δίχως να πάρει τη μίζα του; Δεν περνά εδώ το «Μακάριοι οι κατέχοντες» παρά το «κάμε την πάπια και φώναζε σαν κλέφτης, για να φύγει ο νοικοκύρης».