Του Αγγελου Ποιμενίδη (αναδημοσίευση του ΤΥΠΟΣ-ΚΥΝΗΓΙ από τα «Κυνηγετικά Νέα» του 1954)

Η απολογητική του ορτυκοκυνηγιού

Ανάμεσα στις απολαύσεις του κυνηγιού μας, είναι και το κυνήγι του ορτυκιού. Απόλαυση λέω το κυνήγι, με μίαν ανθρώπινη σχετική κρίση, γιατί αν φιλοσοφήσεις θα ιδής πως όλη η ζωή νομοτέλεια δεν έχει και ποτισμένη είναι με αμφισβητούμενες τοποθετήσεις που άλλοι τις λένε «ματαιοδοξίες» και άλλοι «καθαυτό» και «όντως αξίες».

Το κυνήγι του ορτυκιού, έτσι, είναι απόλαυση αληθινή για μερικούς και αντιλογικά για άλλους ένα παρακλάδι της όλης κυνηγετικής μας λειτουργίας, μονότονο, άχαρο, ντελικάτο, για γυναίκες και για τους αβρούς και χουζουρ-λήδες του συναφιού μας, χωρίς να παρέχει πρωτοβουλίες και στρατηγήματα στον κυνηγητή.

Είμαι και γω ένας απ' αυτούς που του φόρτωσα μερικές από τις παραπάνω κατηγορίες, μα αναθεώρησα τις αντιλήψεις μου και θα τις ανακαλέσω με τη συγκατάβαση «ωμολογημένης αμαρτίας». Και βέβαια, ένας παραλληλισμός του τυπικού και άνετου ορτυκοκυνηγιού στα ομαλά και θεριμένα χωράφια με βηματισμό ελαφρού και αβίαστου περιπάτου, με το παλληκαρίσιο και ανδροπρεπές κυνήγημα του αγριογούρουνου στα απροσπέλαστα και αγέραστα βουνά, με τις σφιχτόθα-μνες χαράδρες που δεν μαθαίνονται ούτε από το χάρτη, ούτε από το πανόραμα του πετούμενου αεροπλάνου, δε μπορεί να γίνει, γιατί και ομοιότητα το ένα προς το άλλο καμμιά δεν έχει. Μα οι συγκρίσεις με το απόλυτο, δεν γίνονται. Και απόλυτο δεν υπάρχει, έξω από το θείο.

Το ορτυκοκυνήγι έχει δικαίωμα να αντιπαραταχθεί και να συγκριθεί με συγγενικά θηρευτικά λειτουργήματα και σπορ. Αν συγκριθεί λογουχάρη με το τρυγο-νοκυνήγι θα ιδούμε ότι το πρώτο ξεπερνά ασύγκριτα στη λειτουργία του το δεύτερο, γιατί απαιτεί και περπάτημα και γνώσεις και στρατηγήματα -που παρακάτω θα γράψω και νάχεις υπομονή να διαβάσεις, αναγνώστη μου- και σκύλο, με όλες τις έννοιες, εκλογής, εκπαιδεύσεως και συντηρήσεως κ.λπ.· ενώ το τρυ-γονοκυνήγι, το στεκάμενο σπορ, ένα έχει αλαζονικό επιχείρημα: ότι έχει δύσκολο και θεαματικό τίρο και τίποτε περισσότερο. Τα τρυγόνια σου τα φέρνει ο αέρας, το τουφεκίδι η τύχη. Το ορτύκι το γυρεύεις, το ψάχνει ο σκύλος, το τουφεκάς, όχι βέβαια και σαν την κολοκύθα στο χωράφι ή το τενε-κέ για να ιδείς «τη συγκέντρωση» και το αναζητάς και σκοτωμένο ή τραυματισμένο με μια διαδικασία όχι εύκολη και συνηθισμένη.

Αν πάλι το συγκρίνεις με το τίρο των δίσκων, τότε θα πεις ότι αυτό έχει τη χάρη της μούμιας από τη δροσερότητα της ομορφιάς του ζωντανού, γιατί εκείνο είναι ένας μηχανισμός εμπνευσμένος από τη μηχανή εκτοξεύσεως με τυποποιημένο σημάδεμα προς μια, δυο, πέντε, δέκα τελοσπάντων κατευθύνσεις δίσκου, πάντα φάτσα προς το μέτωπό σου, ενώ το ορτυκοσημάδεμα έχει χίλια δυο μυστήρια και του-φεκίσματα με κλίση «επ' αριστερά, δεξιά, μεταβολή, ανόρθωση, επίκυψη, κάμψη κ.λπ.». Το σπορ των δίσκων είναι θέατρο αισθητικής ανδεικέλων, ενώ το ορτυκο-κυνήγι, μελόδραμα, που παίζουν στη σκηνή οι φημισμένοι άσσοι του θεατρικού κόσμου, και για να τελειώνω συνοψίζω: Το ορτυκο-κυνήγι είναι μια μικρογραφία του κυνηγιού της πέρδικας ή καλλίτερα, μια προβαθμίδα του και η τελευταία σοβαρή πρόβα με τα όλα της, δίχως θεατάς.

Τόποι καθιερωμένων περασμάτων απαράβατοι

Το ορτυκοκυνήγι δεν είναι θηρευτικό κεφάλαιο που ενδιαφέρει όλους τους Ελληνες κυνηγούς.

Αφορά τους κυνηγούς των τόπων που σημειώνονχαι τα περάσματά τους την εποχή της μεχαναστεύσεώς τους, που είναι ο Σεπτέμβριος καθαυτό και μέρος του Οκτωβρίου. Και κατά τα τέλη Αυγούστου και τον Νοέμβριο ακόμα σημειώνονχαι περάσμαχα, μα αυτό είναι κάτι σαν έκτακτο και δεν ενδιαφέρει πολύ την υπόθεσή μας αυτήν εδώ, γιατί έχω στο νου να διαχωρίσω το ορτυκοκυνήγι σαν μια ειδικό-τητα ξεχωριστή από το καθόλου κυνηγικό λειχούργημα.

Ορτύκια μεμονωμένα βρίσκονται σ' όλη τη χώρα μας τον καιρό της αποδημίας των πουλιών προς τα χειμαδιά της Ανατολής και του Νότου, ξεκομμένα από την ομάδα τους και παραστρατημένα από το δρόμο του ταξιδιού τους. Αυτά όμως τα σποραδικά άκομα δεν αποτελούν θέμα που να το συζητήσω. Τα κυνηγάμε συμπτωματικά, ενώ αυτά που θα με απασχολήσουν είναι τα ορτύκια των ομαδικών περασμάχων και λέω πως απαιτεί ειδικότητα το κυνήγημά τους και σχετική προπαίδεια.

Τόποι που φιλοξενούν σαν έμπεδα τα ομαδικά περάσματα των ορτυκιών, είναι πολλοί στην πατρίδα μας, που είναι η γέφυρα της Ανατολής και Δύσης. Την γέφυρα αυτή της φιλημένης μας γης την χρησιμοποίησαν οι βάρβαροι στις επιδρομές τους και βογγά η Παμμεγίστη ιστορία μας από τους αγώνες της φυλής μας ανά τους αιώνες. Αυτήν χρησιμοποιούν και τα ορτύκια, σαν ειρηνικοί τουρίστες, μα στους κυνηγούς ανάβουν πόλεμο. Βέβηλο, θαρρείς, θεωρούμε κάθε τι που πατά την ιερή μας γη. «Πας μη Ελλην, βάρβαρος» και κοντά στους επιδρομείς την πληρώνουν και τα ορτύκια!

Ολη η χώρα δεν έχει το προνόμιο της υποδοχής των περασμάτων. Μόνο τα παραλιακά μέρη πούναι πλησιέστερα για το σάλτο των ορτυκιών προς την Ανατολή και το Νότο, δέχονται τα πολυπληθή περάσματα, αλλά όχι όλα δίχως εξαίρεση. Οι κόλποι π.χ. δεν προσφέρονται στα ορτύκια για φιλοξενία. Τα ακρωτήρια (Ταίναρο, Μαλέας, Σούνιο κ.λπ.) μάλιστα. Τα παράλια της Θράκης, από την Αλεξανδρούπολη ως τη Μαρώνεια, είναι χαρακτηριστικοί τόποι περασμάτων. Από τη Μαρώνια, Κεραμωτή, Καβάλα, Ελευθερές, Σταυρός δεν έχουμε το χαρακτηριστικό μεγάλων περασμάτων.

Στα νότια ακροθαλάσσια των νησιών μας σημειώνονται περάσματα, λ.χ. στα Βατερά της Μυτιλήνης ή στη Θάσο, στη Σαμοθράκη. Ομως και στη Λήμνο ελάχιστα πέφτουν ορτύκια. Το μυστήριο αυτό κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να το καταγράψει. Γιατί η προτίμηση ωρισμένων και στερεότυπα σταμπαρισμένων τόπων γίνεται από τα αγεωγράφητα και κοντόμυαλα αυτά πλασματάκια; Ούτε τουριστικούς οδηγούς έχουν ούτε δρόμους με οδηγητικές ταμπέλες. Και μ' όλα ταύτα, απαράβατα περνούν κάθε χρόνο από τους ίδιους τόπους και τα ίδια χωράφια, όπως οι χατζήδες, που αποκλειστικά κοντεύουν στη Μέκα και δεν κατευθύνονται για τη Βαγδάτη.

Το μυστήριο αυτό δεν θα μαθευτεί, εκτός αν αποχτήσουν «γλώσσα» τα σοφά αυτά ορνιθάκια. Εκείνο όμως που εμείς οι «σοφοί άνθρωποι» μπορούμε να μάθουμε και δεν το ξέρουμε, είναι ότι ενώ έχουμε χιλίων ειδών χάρτες -πολιτικούς, γεωφυσικούς, καπνικούς, ορυκτολογικούς, αρχαιολογικούς κτλ. κτλ.- ένας χάρτης στην εγκυκλοπαιδεία μας που να δείχνει πού και πού πέφτουν τα ορτύκια, δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, θα έλυνε κάτι από το μυστήριο της πορείας τουλάχιστον των ορτυκιών, γιατί όταν θα σημειωνόταν πέρασμα την δείνα μέρα, λογουχάρη στην Αλεξανδρούπολη, Μυτιλήνη ή Ταίναρο, Κρήτη την τάδε με τον συσχετισμό του ανέμου που φυσούσε από βραδύς, θα βρίσκαμε την πορεία των ορτυκιών, την προέλευσή τους (αφετηρία) και τον τόπο του προορισμού τους.

Αν τα «Κυνηγετικά Νέα» έπαιρναν ανταποκρίσεις από όλα τα Κυνηγετικά Σωματεία της χώρας και περιγραφές των τόπων που πέφτουν τα ορτύκια, θα έκαμναν έναν τέτοιο χάρτη και θα βοηθούσαν την επιστήμη...

Ειδικοί τόποι περασμάτων ορτυκιών

Οπως αναφέραμε στο προηγούμενο, χρειάζεται ένας χάρτης περασμάτων ορτυκιών.

Ο χάρτης αυτός που δεν είναι δύσκολο να γίνει από πληροφορίες των Κυνηγετικών Σωματείων, θα ήταν και ένα είδος οδηγού για τους θιασώτες του κυνηγιού των ορτυκιών, που θα αποφάσιζαν να πάνε να τα κυνηγήσουν. Ο Τουρισμός θα τον παρασημοφορούσε. Του κυνηγού όμως η βοήθεια δε θάτανε μεγάλη, γιατί χονδροειδώς ο χάρτης μ' ένα χρώμα ή σημάδι, θα φανέρωνε μια περιοχή λ.χ. Αλεξανδρούπολη - Μαρώνεια. Αυτό όμως δεν θα σήμαινε ότι στην ζώνη αυτή των 40 χιλιομέτρων τα ορτύκια έχουν μια απλωτή παραλιακή λεωφόρο και μπορείς να τα κυνηγήσεις όπου σ' αρέσει και όπου τύχει, όπως το λαγό παραδείγματος χάρη, που σε μια περιοχή μεγάλη μπορεί να τον συναντήσεις πίσω από την τελευταία αχυρώνα του χωριού, μέσα σε ένα περιβολάκι έξω απ' τα σπίτια ή βαθειά σε μακρυνό δάσος.

Το ορτύκια έχει καθωρισμένα στέκια στην απέραντη ζώνη των περασμάτων του, που πρέπει να τα μάθεις και θα σου τα διδάξει η πείρα. Εχουν τα ορτύκια μεγάλη εθιμοτυπία και στερεότυπα καταλύματα και σταθμούς των νυκτερινών τους αφίξεων. Προτιμούν, όπως ο περιηγητής, τις Μυκήνες, Κνωσό, Δελφούς, Επίδαυρο κ.τ.ό. Τέτοια στέκια είναι τα χωράφια που γέρνουν προς τα θάλασσα και φέγγει τη νύχτα η καλαμιά τους ή τα αποξηραμένα χορτάρια τους. Μπορείς σε ένα τέτοιο χωράφι εξήντα στρεμμάτων να σηκώσεις διακόσια ορτύκια το πρωΐ, ένα δίπλα στο άλλο, ή πεντεδέκα μαζύ και να διανύσεις ύστερα και να ψάξεις χώρο εκατόν εξήντα στρεμμάτων και να βγάλεις μόνο ένα-δυο ορτύκια.

Τέτοια αδυναμία έχουν τα πουλιά αυτά! Πέφτουν «συστημένα», όπως λέμε σε ωρισμένους χώρους, όλο κοπαδιαστά και η παρουσία πεντέξη κομματιών σε μια περιοχή φανερώνει ότι εκεί γύρω -όχι πολύ μακρυά- έχουν καταλύσει και κρύβονται κι άλλα, που υποχρεούται ο σκύλος σου να ανακαλύψει και συ να τα κανονίσεις.

Τέτοιος ειδικός χάρτης δεν μπορεί να συνταχθεί με την αβελτηρία μας. Κάθε κυνηγός όμως τον έγραψε μέσα του και ξέρει να κατευθυνθεί στα προνομιούχα αυτά ορτυκοχώραφα πρωΐ-πρωΐ για να κάμει το τσιμπούσι του. Οποιος δεν έχει συνθέσει τέτοιον, κυνηγά τα ορτύκια στην τύχη. Χάνει ώρες ψάχνοντας σε άγονους τόπους, βαρά λίγα, ενώ ο «ειδήμων» τραβάει ίσια και αχασομέριστα στα κέντρα αυτά και γεμίζει τις τσάντες του.

Η μελέτη των τόπων όπου απαρέγκλιτα πέφτουν τα ορτύκια

Δεν είναι λίγοι οι τόποι που τους προτιμούν τα ορτύκια σαν στέκια - ξενώνες, για να διημερεύσουν. Διημερεύουν μόνον, και τη νύχτα -μόλις αρχίσει το σούρουπο- τους εγκαταλείπουν οπωσδήποτε, είτε ο καιρός είναι ευνοϊκός και πρίμος για ταξείδι είτε όχι. Ούτε βόσκουν, ούτε πάνε στο νερό τα ορτύκια σαν τάλλα διαβατικά -τρυγόνια, φασοπερίσταρα, χηνο-παπιά, ψαρόνια κ.λπ.- Το ορτύκι είναι... η καμήλα των πουλιών. Κλείνει το στόμα του από την αφετηρία του και το ανοίγει όταν φτάσει στον προορισμό του.

Τα στέκια λοιπόν αυτά των ορτυκιών στην απέραντη ζώνη διαβάσεων πρέπει να τα μαρκάρει ο κυνηγός και αυτό θα γίνει όταν με τη μελέτη αρκετών διαδοχικών ετών, που θα παρακολουθήσει τα περάσματα και θα προσέξει τα χαρακτηριστικά. Γιατί, αν σε μια ζώνη περασμάτων υπάρχουν φερειπείν είκοσι τέτοια στέκια, μικρά ή μεγάλα, ο κυνηγός δεν πρέπει να νομίσει ότι τα στέκια αυτά είναι είκοσι αγγουριές, που ξέρει ότι το πρωΐ οφείλει να πάει να τις τρυγήσει, παρά ότι είναι μεν ξενώνες, αλλά δεν γεμίζουν κάθε βράδυ. Ενα στέκι μπορεί να κρατήσει διακόσια κομμάτια κι άλλο τρία, εκτός αν το πέρασμα είναι πληθωρικό -και τέτοια σημειώνονται πεντέξη περίπου κάθε χρόνο-οπότε κυνηγάς όπου θέλεις.

Για να ξέρεις ποια στέκια κρατάν ορτύκια σε μη καθολικό και παμμέγιστο πέρασμα, είσαι υποχρεωμένος να μελετήσεις τους καιρούς και τις εποχές που διαβαίνουν τα ορτύκια προτιμώντας πότε τα δείνα-δείνα χωράφια, πότε τα άλλα. Αυτό όμως είναι σωστή φιλοσοφία και αποχτιέται με πολυχρόνιες παρατηρήσεις. Ετσι θα σου γίνει γνωστό ότι τα πρώιμα περάσματα προτιμούν τα τάδε στέκια και με τέτοιον καιρό. Τα μεσανά εκείνα. Τα όψιμα, που είναι υπολείματα καθυστερημένων ορτυκιών, τα δείνα κ.ο.κ. Εχουμε ακόμα και στέκια απίθανα και άγνωστα: Εξω από τη ζώνη όταν πιάσει βροχή την ώρα που ταξιδεύουν τα ορτύκια. Δίπλα στη θάλασσα, στα χορτάρια της αμμουδιάς, όταν τα ορτύκια τα γυρίσει πίσω ο νοτιάς και δεν - τα καταπιεί η θάλασσα, όπως συνήθως γίνεται.

Οι πολύπειροι ορτυκάδες κυνηγοί, γνωρίζουν τη φιλοσοφία αυτή και απορεί κανείς πώς γυρνούν με σακκούλα γεμάτη, ενώ άλλοι -πολλοί- γυρνούν άπρακτοι και στοιχηματίζουν υπερφύαλα ότι πουθενά δεν είχε ορτύκια. Αυτοί ξέρουν και την ελαχίστη λεπτομέρεια και ιδιοτροπία των ορτυκιών. Γνωρίζουν ένα ένα θάμνο που κρατεί ορτύκι και ποια πλευρά του χωραφιού έχει τα πολλά και ποια τα λίγα.

Αν είσαι προνομιούχος να κυνηγάς με το τζιπάκι σου, σε ζώνη βατή σε όλα τα στέκια που λέω και το μεταφορικό σου μπορεί να φωτίσει όλα τα ορτυκοτόπια, τότε δεν σου χρειάζεται η φιλοσοφία αυτή. Κάμνεις μια τσάρκα σ' όλα τα στέκια και τα ξαφρίζεις.

Ζημιά από την πρωινή αλλοφροσύνη στα ορτυκοτόπια

Αφού γνωρίσεις έτσι τα ορτυκοτόπια, όπως τις τσέπες των ρούχων σου, ποια έχει την ταμπακέρα και ποια τα σπίρτα και την πίπα και αποφασίσεις να κυνηγήσεις τα ορτύκια, θα υπογράψεις με τον εαυτό σου συμβόλαιο, Θα γίνεις ο γαλατάς του νοσοκομείου. Γιορτή καθημερινή με το ρολόι θα πηγαίνεις στο κυνήγι του ορτυκιού από τα τέλη Αυγούστου, για να τα επιτύχεις και να μην τα χάσεις.

Γι' αυτό οι ορτυκάδες κυνηγοί κατοικούν κοντά στα ορτυκοτόπια και χτίζουν καλύβες ή περίπτερα εκεί μέσα για να τα έχουν κοντά. Αυτοί κυνηγούν τα ορτύκια και τα απολαμβάνουν. Οι άλλοι που ζουν μακρυά και διαθέτουν έστω και μεταφορικό, οπωσδήποτε ταλαιπωρούνται ή βαργεστίζουν με το πάνε-έλα και χάνουν τα περάσματα.

Κάθε μέρα λοιπόν το ορτυκοτόπι, πατείς έχει δεν έχει, γιατί κανόνες δίχως εξαίρεση δεν υπάρχουν. Υπάρχουν προγνωστικά των περασμάτων μα και τα απρόοπτα δεν αποκλείονται. Γιαυτό θα λειτουργείς καθημερινώς και θ' ανοίγεις το μαγαζί, έχεις δεν έχεις πελατεία. Ετσι το ορτυκοκυνήγι δεν είναι σπορ αβρό και ντελικάτο. Εχει κούραση και για τον κυνηγό αρκετή και για τον σκύλο πολλή.

Σαράντα μέρες τουλάχιστο θα αγουροξυπνάς, εκτός αν βρέχει ή έχει συνέχεια δυνατή νοτιά. Θα ήταν άνετο το ορτυκοκυνήγι αν τα ορτυκοτόπια ήταν δικά σου, όπως το αμπέλι ή ο ελαιώνας, και θα τρυγούσες όταν σου κατέβαινε. Ετσι όμως δεν συμβαίνει. Σήμερα με το ξέφτισμα του ενδημικού θηράματος πολλοί κυνηγοί ξέπεσαν στα ορτύκια και τα κυνηγούν ερχόμενοι από μακρυνούς τόπους, γιατί είναι κυνήγι αποδοτικό και ικανοποιητικό. Είναι κυνήγι βέβαιο και οπωσδήποτε θα γεμίσεις τη σακκούλα σου αν έχεις υπομονή να τα περιμένεις. Ενώ μπορεί να σε καλέσουν αλλού οι κουμπάροι σου γράφοντάς σε ότι θα σε παν σε τόπους που «βράζουν οι λαγοί με πετραχήλια και πέρδικες με σκουλαρίκια» και πραγματικά ίσως να υπάρχουν και να μην τους επιτύχεις. Ενώ το ορτύκι είναι «κυνήγι μες στην τσάντα» αρκεί να πέση στα ορτυκοτόπια και θα πέσει αφού είναι ο καιρός του.

Η ύπαρξη πολλών κυνηγών σε κάμνει να βιάζεσαι και να ξυπνάς ενωρίς -νύχτα- και να σπεύδης στα ορτυκοτόπια για να πάρεις θέσι στην εξόρμηση και στο πρώτο ξάφρισμα. Η σπουδή και η αλλοφροσύνη αυτή είναι τρομερή πληγή και κακό, που όλους πλήττει και όλοι το πληρώνουν, με ζημία όχι μικρή. Τάξη δεν μπορεί να μπει δυστυχώς, ούτε ουρά όπως στα λεωφορεία. Η πρωϊνή -σκοτεινά ακόμα- επέλαση προς τα ορτυκοτόπια εκτός από τους κινδύνους καυγάδων, σκαγιωμάτων και σκοτωμών ακόμα δημιουργεί το κακό να αλαφιάζωνται τα ορτύκια και να φεύγουν από το στέκι τους σ' άλλα μέρη, εκεί κοντά βέβαια, αλλά δύσκολα για κυνήγημα, όπως είναι οι σφιχτές με αδιαπέραστες από σκύλο ρεματιές και θαμνώματα, που δεν ψάχνονται εύκολα ούτε από τον άριστο σκύλο.

Εκεί σαν τα κυνηγήσεις και αν τα ξετρυπώσεις με χίλια ζόρια και χασομέρια, τα χάνεις και σκοτωμένα. Το ορτύκι χάνεται σκοτωμένο σαν το βελόνι στ' άχυρο. Και σε οργωμένο χωράφι -ταψί- το χάνεις ακόμα. Το πατείς και δεν το βλέπεις! Και μάθε ακόμα φίλτατε - ότι το σκοτωμένο ορτύκι σε ένα λεπτό της ώρας χάνει τα εννέα δέκατα της μυρωδιάς του που δίνει στο σκυλί σου. Σε σκοτωμένο ορτύκι ο σκύλος δεν φερμάρει. Θαρρείς πως μαζή με την ψυχή του έχασε το ορτύκι και τη μαγνητική του έλξη και ο σκύλος το ραντάρ της μύτης του.

...Το χειρότερο είναι ότι ενώ έχεις να κυνηγήσεις μια έκταση λόγου χάρη 500X500 μ. ομαλή, καθαρή, αθάμνωτη με πιθανότητα επιτυχίας 50 ορτυκιών στην τσάντα, με το βιαστικό πρωϊνό ξάφνιασμα διώχνονται τα ορτύκια 500 μέτρα ας πούμε έξω και γύρω-γύρω στο ορτυκοτόπι. Ετσι, η έκταση αυτή των 500X500=250.000 γίνεται 1.500X1.500=2.250.000 μ2. Δηλαδή εννιά-δέκα φορές μεγαλύτερη και το ψάξιμο της απαιτεί χρόνο και κόπο και με πιθανότητες πολύ λίγες, γιατί τα ορτύκια δεν θα μοιραστούν ένα, δυο, τρία σε κάθε στρέμμα παρά αλλού θα παν μαζεμένα, αλλού δεν θα παν καθόλου και συ θα ψάχνεις και θα ιδρωκοπάς άδικα, ενώ το καθαυτό ορτυκοτόπι -στέκι- τα είχες όλα συγκεντρωμένα και έτοιμα για τον τροβά σου, αν εννοείται τα καταφέρνεις «μπαμ και κάτω» και δεν τα ξιππάζεις μοναχά.