Καμώματα και ιδιοτυπίες

Το ορτυκοκυνήγι το εχαρακτήρισα σαν κυνήγι ιδιότυπο και αναπαυτικό. Ετσι είναι κιόλας. Η εξάσκησή του σε ειδικεύει και καταντά ρουτίνα, που στα τελευταία περάσματα την βαρυέσαι και την αποφεύγεις, μολονότι οι επιτυχίες σου στα τίρα είναι πολλαπλές και σε γοητεύουν. Στα πρώτα περάσματα οι αστοχίες σου είναι πολλές, μα στα τελευταία (οκτωβριανά, νοεμβριανά) τούς παίρνεις τον αέρα, τουφεκάς ψύχραιμα, αποχτάς έναν αυτοματισμό στη βολή και φτάνεις την επιτυχία σου στα 90 και 95 τοις εκατό.

Και όμως το συχνό, καταντά μονότονο και στερεότυπο, που η άστατη ψυχή το βαρυέται και το απομακρύνει. Μα θα το νοσταλγήσης μόλις περάσει λίγος καιρός και δοκιμάσεις τα κεσάτια και τις απελπισίες από την απουσία του ενδημικού. Τότε ξανάρχεσαι στα παλιά και τα αναπολείς. Αδυναμία και αυτό της ψυχής μας!

Υπάρχουν κυνηγοί που ζουν μέσα στα ορτυκοτόπια και δεν τους συγκινεί το κυνήγι αυτό, ούτε και ζηλεύουν τους άλλους που γεμίζουν τα σακκούλια τους. Και τις τουφεκιές που πέφτουν , σαν βροχή, δεν τις συγκρίνουν με τις δικές τους, που ζήτημα είναι αν ρίχνουν μία ή δύο στα άλλα κυνήγια.

Δίκαιο όμως δεν έχουν! Το ορτυκοκυνήγι, αν και δεν έχει περιπέτεια όπως το περδικοκυνήγι, δεν είναι και δολοφονία σε καρτέρι, ούτε έχει τίποτε κοινό με την αναισθησία του παγιδευτή, ή την κτηνωδία του καρδερινά των διχτυών και της ξόβεργας. Τότε τι έχουμε να πούμε για τους ψαράδες της πετονιάς που νύχτες και μέρες χασομερνόύν κρατώντας στο χέρι το σκοινί που έχουν ριγμένο στη θάλασσα!

Αν είσαι παρατηρητικός και λεπτολόγος και σε συγκινεί η λεπτομέρεια, θα ιδής ότι το κυνήγι - του ορτυκιού συγκεντρώνει όλα τα συστατικά του κυνηγιού των άλλων θηραμάτων. Αν δεν έχει μεγάλες πορείες και ανεβοκατεβάσματα βουνών, έχει ορθοστασία ωρών και ατέλειωτο περπάτημα, σιγανό μα κουραστικό. Η προσοχή σου πάντα είναι τεταμένη, γιατί σε κάθε στιγμή είσαι έτοιμος για σκόπευση, ενώ κυνηγώντας λ.χ. με γκέγκα, ζήτημα είναι αν μια ή δυο φορές θα τοιμαστής για να επωμίσεις το βροντάρι σου.

Επειτα, αν καλοεξετάσεις, το ορτύκι δεν είναι τόσο κουτό όσο το νομίζουμε και το κυνήγι του . αν στις γενικές γραμμές φαίνεται στερεότυπο, στις λεπτομέρειες είναι πολύ πρωτότυπο και μυστηριώδες. Εχει φάσεις πολλές που δεν τις παρουσιάζει το κυνήγι της πέρδικας και λέω πώς το ορτύκι συγκεντρώνει όλες τις πονηρίες και τα τεχνάσματα των άλλων θηραμάτων, εκτός από γρηγοράδα πετάματος.

Ετσι θα ιδείς ορτύκι να κάθεται χάμω και να σε βλέπει και να σκύβεις για να το πιάσεις και να ξεφεύγει και απ' τα χέρια και από την συνέπεια του ντουμπλέ σου. Απεναντίας θα συναντήσεις άλλο που θα το κυνηγά ο σκύλος σου ανάμεσα από τους διαδρόμους βάτων και πουρναριών κατά το σύστημα του λαγωνικού με το λαγό και θα το φέρει στα πόδια σου και θα ξετινάζεται από τις φτέρνες σου και θ' απορείς πώς βρέθηκεν εκεί.

Θ' αντικρύσεις ορτύκι να περνάει σα βολίδα από μπροστά σου και το τίρο του θα ’ναι δυσκολώτερο από πέρδικα, δέκα φορές. Αλλο πάλι θα ιδείς να πετά ράθυμα μισό μέτρο μπροστά στη μύτη του σκύλου σου, που λες πώς θα το πιάσει.

Οι πονηριές και τα πανούργα καμώματα του ορτυκιού ξεπερνούν τα τερτίπια και τεχνάσματα των άλλων θηραμάτων. Η πέρδικα λόγου χάρη, μπορεί να λουφάξει σε σφιχτό θάμνο και να την φερμάρει πολλή ώρα ο σκύλος και να τιναχτεί, ή μπορεί να το δώσει στα πόδια και να απομακρυνθεί χίλια μέτρα και να την χάσει ο σκύλος. Το ορτύκι δεν απομακρύνεται τόσο, μα κάποτε στέκει μέσα στο θάμνο φερμαρισμένο και δεν πετά, ο κόσμος να χαλάσει. Πατείς το θάμνο και δεν σηκώνεται. Προτιμά να τσαλαπατηθεί, παρά ν' αντικρύσει στ' ανοιχτά το σκύλο και την αφεντιά σου.

Μα και αν τιναχθεί από το θάμνο στην βασανιστική αυτή περίπτωση για το σκύλο και του κυνηγού, θα ξεφύγει την τουφεκιά, γιατί θα πετάξει δολιότατα με κυματισμούς, τσιρίδα και συμβολική κουτσουλιά. Το ξεπόρτισμά του θα γίνει από απίθανη μεριά του θάμνου, αφού χαλάσει τη φέρμα και του πλέον αρίστου φερμαριστή σκύλου, διότι μέσα στο θαμνάκι διαρκώς θα κινείται και θα εξαναγκάζει τον σκύλο να κλωθογυρνά και να το φερμάρει από διάφορες θέσεις.

Εκτός απ' αυτό, παρουσιάζεται κάποτε και η πειό έξυπνη μορφή τεχνάσματος ορτυκιού που κάμνει για να ξεφύγει τους διώκτες του. Γίνεται αυτό όταν τυχαίνει να πολυκυνηγηθεί το ορτύκι. Πολυκυνήγημα δεν ονομάζω την περίπτωση εκείνη που το ζαβό αυτό θήραμα σηκωθεί μια από το πρώτο του κατάλυμα και τουφεκισθεί, ύστερα για δεύτερη φορά και ξεφύγει τον όλεθρό του και ύστερα άλλη μια φορά αφού ακούσει πίσω του «ντουμπλέ» και γύρω του να σφυράνε χίλια σκάγια.

Το πολυκυνηγημένο αυτό ορτύκι γίνεται διάβολος πειά και χρησιμοποιεί απίθανες εξυπνάδες. Κανόνας είναι πρώτα-πρώτα να μην καταφεύγει σε ανοιχτά μέρη -χωράφια, καλαμιές, αγκαθάκια-παρά σε σφιχτά θαμνώματα γύρω από τα ορτυκοτόπια, που οι κυνηγοί τα κομμάτιασαν με ένα σωρό μονοπάτια τέτοια που δεν καταφέρνουν ούτε τα γίδια. Ανάμεσα από τα διαδρομάκια αυτά που ’ναι στενά όσο να χωρούν τα δυο πόδια του κυνηγού ή ο σκύλος, κυκλοφορούν τα ορτύκια αυτά τα τρομαγμένα και ο σκύλος τα αλανιάζει. Μα δεν πετούν!

Τρέχουν γοργοπόδαρα -ο καλλίτερος αθλητής και σκύλος δεν τα προφταίνει- ανάμεσα στους μαιάνδρους αυτούς των μονοπατιών και επειδή καταλαβαίνουν ότι το «κατά πόδας» και ασταμάτητο κυνήγημά τους από το σκύλο οφείλεται στα χνάρια των ποδιών τους, τα διακόπτουν πηδώντας από θάμνο σε θάμνο για να χάσει ο σκύλος το ντορό. Πηδούν ξαφνικά και με μαεστρία σαν τα ψάρια κάποτες στη θάλασσα ή τις μπουρμπουλήθρες του νερού στο βραστό λάδι του τηγανιού. Τέτοια καμώματα, σπάνια συναντάς σ' άλλα θηράματα. Οσο μπόϊ του λείπει του ορτυκιού, άλλο τόσο η εξυπνάδα και τετραπερατωσύνη δεν του λείπει.

Θαύμασα του ορτυκιού και την εξής εμπειρία: Οταν κυνηγηθεί και απαυδήσει από τα ενοχλήματα σκύλων και τουφεκισμάτων, πετάει αλλότυπα και αποφασιστικά ίσια για τα πυκνά καταφύγια, που δεν τα γνωρίζει, γιατί είναι ξένο και για μια διημέρευση εκεί, μα που με μια ματιά στο «αλλόφρον» αυτό πέταγμα του τα επισημαίνει και τραβά ίσια για να σωθεί.

Αυτό δεν είναι πράγμα για να θαυμάσεις τόσο όσο το άλλο: Γνωρίζει το είδος των θάμνων, αν δηλονότι είναι πυκνά πουρνάρια ή αγκαθεροί βάτοι και παλιουργιές ή ρείκια ή λυγαριές και θαμνώματα πλατάνων. Οταν οι θάμνοι είναι αγκαθεροί, προσγειώνεται στο έδαφος και προχωρεί βιαστικό μέσα τους για να λουφάξει. Ξέρει όμως ότι ο τρόπος αυτός της διαφυγής του δεν είναι ασφαλής, γιατί ο σκύλος θα του πάρει το ντορό και θα το ξετρυπώσει και προτιμά, αν υπάρχουν βέβαια, να καταφύγει στις λυγαριές και τις φουντωτές πλατανόβεργες, μόνο και μόνο για να μην προσφέρει στον σκύλο τα ίχνη του. Πώς γίνεται αυτό; Πετώντας, φίλτατε αναγνώστη, πάνω από τις πυκνούρες, βουτά σαν αεροπλάνο στούκας στο κέντρο της θυμνούρας αυτής, χωρίς φόβο να τσιμπηθεί ή να σκαλώσει. Η βουτιά αυτή είναι θαύμα τόλμης για το ντελικάτο αυτό θήραμα, που υποκύπτει ακόμα σε μια τζουγρανιά ή ένα χτύπημα στα σύρματα του τηλεγράφου. Καλά όμως γνωρίζει ότι τέτοιο κακό δεν διατρέχει από τα φύλλα και κλαδιά της λυγαριάς και των χαμοπλάτανων.

Η καταφυγή του αυτή είναι σωτήρια. Πρώτα γιατί δεν άφησεν ίχνη να παρακολουθηθεί από το σκύλο και δεύτερο γιατί οι φίλοι μας αυτοί δεν προτιμούν πολύ-πολύ το ψάξιμο στους πλατάνους και στις λυγαριές, γιατί οι των πρώτων τα φύλλα χύνουν χνούδι πολύ ενοχλητικό στις μύτες των και οι δεύτερες, μυρωδιά ασυμπάθητη για το σκύλο μας.

Εκεί λουφάζει ανενόχλητα το ορτύκι και δεν βγαίνει παρά όταν περάσει πολλή ώρα και σταματήσουν οι τουφεκιές. Ξεθαρρεύοντας, θα βγει κατά το βραδάκι στα ανοιχτά τελείως, πάνω στα χώματα, και θα περιμένει το σύνθημα για το ταξείδι. Αλλη περιπέτεια δεν έχει να δοκιμάσει στον τόπο που κόνεψε. Οπως και να ’χει θα τον αφήσει και θα πάρει μαζή του σκληρές αναμνήσεις δοκιμασιών και απηνούς κατατρεγμού.

Μπορούμε να πούμε σε τελευταία ανάλυσι, ότι, το ορτύκι δεν είναι και τόσο εύκολο στο κυνήγημα θήραμα. Κάθε περασιά του έχει ιδιαίτερα γνωρίσματα. Το πρωϊνό, το μεσημεριάτικο, το βραδυνό κυνήγι του, έχει κάτι το ξέχωρο. Το κυνηγημένο και αφόβιστο, επίσης. Το πρώιμο πέρασμα, το μεσανό και το όψιμο (Αύγουστος - Νοέμβριος) έχει άλλη μορφή και το κυνήγι τους άλλη τέχνη και για τον σκύλο και για τον κυνηγό.

Αυτά πάλι μαθαίνονται με τον χρόνο και την παρατήρηση. Και όταν κανείς τα παρατηρεί και τα μελετά, γίνεται καλύτερος κατά τον Δημόκριτο «Πλέονες εξ ασκήσεως αγαθοί γίνονται ή από φύσιος». Γι' αυτό και με είδατε πολλές φορές -όσοι με διαβάσατε- να λέω, ότι το κυνήγι του ορτυκιού είναι το άριστο μάθημα να γίνουμε εμείς κυνηγοί και ο σκύλος μας καλός κυνηγόσκυλος.

Η μελλοντική εξέλιξη του ορτυκοκυνηγιού

Οπως πάνε τα πράγματα και διαπιστώνονται με θρήνους και κραυγές και αφορισμούς στο περιοδικό μας και στα κυνηγικά συνέδρια, το ενδημικό θήραμα, για τους χίλιους μύριους λόγους, ξεφτάει και ολοένα χάνεται.

Το ορτύκι όπως φαίνεται, από την Ελλάδα δεν θα χαθή, όσο και αν λιγοστέψει ακόμα η παραγωγή του στον τόπο της αναπαραγωγής του. Εκεί, δηλαδή στους τόπους της αναπαραγωγής του, το ορτύκι ζει ανάρια και δεν κυνηγιέται μαζικά. Συγκεντρωμένο απ' όλη τη μέση και βόρειο Ευρώπη, έρχεται σε μας και γίνεται αντικείμενο τρομαχτικού αποδεκατίσματος. Από τις στατιστικές που κάπου κάπου δημοσιεύονται, φαίνεται ότι στις χώρες που αναπαράγεται το ορτύκι δίνει σχετικά λιγώτερα θύματα στον κυνηγετικό μας Μολώχ.

Μα και σε μας αναπαράγεται. Είδα πολλές φορές ορτυκίνες με τα πουλάκια τους. Δεν είδα όμως να σκοτώνονται τέτοια ορτύκια. Στα σπαρμένα χωράφια το περισσότερο γεννοβολούν και σ' αυτά πώς να τα κυνηγήσεις. Και η εποχή είναι που απαγορεύεται το κυνήγι. Σαν θεριστούν τα χωράφια στην Ευρώπη, αρχίζουν και τις μετακινήσεις τους για το υπερπόντιο ταξείδι. Ετσι το ορτύκι θάναι πάντα δικό μας, των αραπάδων και λίγων άλλων περιοχών της Μεσογείου, θήραμα μόνιμο και εκμεταλλεύσιμο και σ' αυτό θα περιοριστούμε αν όχι εμείς που κάτι ακόμα βρίσκουμε ενδημικό, αλλά η μέλλουσα γενιά που θα μας διαδεχτεί.

Ετσι φαντάζομαι τα πράγματα και μακάρι να πέφτω έξω. Για να κάνουμε ρεζέρβες και πάρκα κυνηγετικά, όπως στις Ευρώπες, δεν το φαντάζομαι καθόλου, γιατί ενώ έχουμε τις δέκα πληγές του Φαραώ να γιατρέψουμε, εμείς ούτε την παρανυχίδα που μας ενοχλεί δεν κόβουμε μ' ένα ψαλιδάκι. Τέτοια κακοδαιμονία μας τρώει. Και «Ούτως εχόντων των πραγμάτων», θα εντοπιστούμε στο ορτυκοκυνήγι, που θα θεωρούμε το κυριώτερο θήραμα μας. Τότε θα συνταχθεί ο χάρτης των περασμάτων του και αν δεν θα γίνει αυτό από παράδοση θα ξέρουμε πού περίπου πέφτουν ορτύκια και θα κανονίζουμε την άδειά μας και το ταξείδι μας.

Πώς φαντάζομαι τον ωργανωμένο τρόπο του κυνηγήματος αυτού στα τυποποιημένα αυτά ορτυκοτόπια, δεν αποφασίζω εδώ να το γράψω. Αλλη ευκαιρία θα δοθεί γι' αυτό. Τώρα ας αρκεστούμε σ' αυτά, γιατί παρατανίσαμε την υπόθεση σε συνέχειες. Εμειναν εξ άλλου και άλλα ζητήματα του ορτυκοκυνηγήματος άθικτα.