Cayenne

Ανοίγω τα μάτια στο σκοτάδι, πιάνω το τηλέφωνο και κλείνω το ξυπνητήρι πριν προλάβει να χτυπήσει. Τα σκυλιά ανασηκώνονται κι' αυτά μαζί μ' εμένα. Ώσπου να ετοιμαστεί ο καφές ρίχνω μια ματιά απ' το μπαλκόνι. Κρύο, 1 βαθμός, και ψιλό χιονόνερο μαζί με τους τελευταίους ξενύχτηδες έξω.

Πίνοντας τον καφέ συζητάω με τον εαυτό μου κατά που να τραβήξω. Ο καιρός έχει σφίξει στα βόρεια από χθες και θα χειροτερέψει. Που έχω τις περισσότερες πιθανότητες να τις πετύχω;

Ντύνομαι, με τα σκυλιά να χοροπηδάν τριγύρω. Το χοροπηδητό κορυφώνεται μόλις πιάνω τα λουριά, έξω απ΄την πόρτα, φόρτωμα στ' αυτοκίνητο και πορεία νότια τελικά.

Μετά ένα δύωρο τραβάω το χειρόφρενο μπροστά στη βρύση. Παγωνιά. Εδώ το ψιλόβροχο έχει γίνει χιονάκι και η πλαγιά μου φαίνεται πιό απότομη απ' όσο θυμόμουνα...

Ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο τα σκυλιά τρέχουν τριγύρω ανυπόμονα. Βάζω το σέττερ μέσα. Θα ξεκινήσω με το Σούκι και την κόρη του. Παγωμένος παίρνω την ανηφόρα με το κουδούνι του Σούκι να μου κρατάει συντροφία. Τελικά το μέρος δεν είναι μόνο πιό ανηφορικό είναι και πιό πυκνό!

Έχουν περάσει τρία τέταρτα, έχω ιδρώσει παρά την παγωνιά, αλλά τουλάχιστον ξεπάγωσαν πια τα δάκτυλά μου. Η κουτάβα παλεύει να φτάσει τον πατέρα της, κι' όταν τον χάνει ξαναγυρνάει σε' μένα, ένα εκκρεμές μεταξύ μας.

Image

Μπα σκέφτομαι, λάθος απόφαση δεν είναι εδώ τα πουλιά, καννα μισάωρο ακόμα και αλλάζω μέρος. Την ίδια στιγμή η σκέψη μου κομματιάζεται απ' τον ήχο του μπίπερ που έχει αντικαταστήσει το κουδούνι κι' η καρδιά μου χτυπάει γρηγορότερα! Είναι κάπου ψηλότερα. Γιατί ΠΑΝΤΑ ψηλότερα;

Ξεκινάω λοιπόν το μπαλέτο με το μπίπερ μετρονόμο, να μετράει το χρόνο. Πρέπει να φτάσω γρήγορα, πρέπει να κινούμαι αθόρυβα. Πέστο στα πουρνάρια και στα σπασπένα κλαδιά των πεύκων... Η κουτάβα μαζί μου. Έχει καταλάβει την έξαψή μου και είναι κι' αυτή αναστατωμένη χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί.

Ο ήχος δυναμώνει, καταριέμα τον εαυτό μου που δεν έκοψε τόσα χρόνια το τσιγάρο μαζί και το βουνό που δε μου επιτρέπει να πάω κατ' ευθείαν στην πηγή του ήχου, αλλά μ' αναγκάζει να κάνω κύκλο. Και ο μετρονόμος εκεί, να μετράει αμείλικτα το χρόνο.

Φτάνω σ' ένα γιδόστρατο και πάνω κι' αριστερά μου, (ΠΑΝΤΑ ΠΑΝΩ), βλέπω κάτι ν' ασπρίζει, τραβάω κατά κει.

Επιτέλους βλέπω το Σούκι καμιά εικοσαριά μέτρα μακρυά μου. Φερμάρει προς τα μένα με το κεφάλι ψηλά, άρα το πουλί είναι κάπου ανάμεσά μας, "ευχαριστώ για τον κύκλο βουνό"! Τον βλέπει κι' η μικρή, κοντοστέκεται και τρέχει ίσια πάνω του Ξαφνικά δυνατά φτερά σφυροκοπάνε μπροστά της και το πουλί τινάζεται σαν ελικόπτερο ίσια στον ουρανό, αιωρείται για δευτερόλεπτα στα δύο μέτρα ύψος και φεύγει σα βέλος προς τα πάνω, (ΠΑΝΤΑ ΠΑΝΩ!). Μαζί του φεύγουν και δύο τετράποδες σφαίρες, μέσα από ήχους κλαδιών που σπάνε και ενός κουδουνιού που χτυπάει διαβολεμέμα.

Σπάω το όπλο και κάθομαι να βρω την ανάσα μου. Σκουπίζω τον ιδρώτα απ' τα μάτια μου και στα χείλη μου έχει χαραχθεί ένα χαμόγελο. Ο πατέρας της βρήκε το πουλί, κι' αυτό της δίδαξε το πρώτο μάθημα. Βοήθησα κι' εγώ που βρήκα τη δύναμη να μη σηκώσω το όπλο.

Πίνω λίγο νερό και κινάω ξωπίσω τους, πάνω πάντα πάνω...