Tου καθ. Σπύρου Ντάφη

Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο AMΦIBION (τεύχος 97), την Τριμηνιαία έκδοση του Eλληνικού Kέντρου Bιοτόπων – Yγροβιοτόπων

Το ελάφι (Cervus elaphus), ιερό και αγαπημένο ζώο της θεάς Αρτέμιδος, κατά την αρχαιότητα κυριαρχούσε σε όλα τα δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας και στην Αττική, αποτελώντας το στολίδι και το μεγαλύτερο φυτοφάγο ζώο των δασών μας.

Στη χώρα μας, κατά το παρελθόν, ήταν είδος αρκετά διαδεδομένο, κυρίως στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα. Σήμερα, λόγω της ανεξέλεγκτης θήρας και της καταστροφής των ενδιαιτημάτων του, ο μόνος φυσικός πληθυσμός που εναπόμενε είναι εκείνος της Ροδόπης. Ο πληθυσμός της Σιθωνίας εξαφανίσθηκε πριν από 30 – 35 έτη. Ο πληθυσμός της Πάρνηθας, ο μεγαλύτερος της χώρας, προέρχεται από την εισαγωγή στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου από την τέως βασιλική οικογένεια και από εκεί επεκτάθηκε σε όλη την Πάρνηθα. Επίσης, έχει εισαχθεί στην ελεγχόμενη κυνηγητική περιοχή του Κόζιακα – Τρικάλων και στα φυσικά εκτροφεία της Χρυσοπηγής Σερρών, Ιεράς Μονής Αγάθωνος – Λαμίας και Παρνασσού, καθώς και στο ιδιωτικό εκτροφείο θηραμάτων Μπουραζανίου.

Ελάφια και δάσος
Αν και από τα ομορφότερα ζώα ενός δάσους, το ελάφι προκαλεί σοβαρές ζημιές. Μία από τις σοβαρότερες, οφείλεται στη φλοιοφαγία, δηλαδή στη συνήθεια που έχουν ορισμένα θηλαστικά να τρώνε φλοιό από κορμούς δένδρων ή θάμνων και σπάνια από κλαδιά ή ελεύθερες ρίζες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν το ελάφι, το πλατώνι, το αγριογούρουνο, το αγριοπρόβατο, το αγριόγιδο, ο λαγός, ο κάστορας και σπάνια το ζαρκάδι. Τις μεγαλύτερες ζημιές στα δάση και τη δασική οικονομία τις προκαλεί το ελάφι. Αυτό βέβαια εξαρτάται και από την πυκνότητα του πληθυσμού του και από την ύπαρξη ή όχι φυσικών εχθρών (λύκοι, αρκούδες κ.λπ.) οι οποίοι ρυθμίζουν τους πληθυσμούς του. Ως παράδειγμα, στη Γερμανία, δέχονται ότι ένας πληθυσμός ελαφιών για να είναι ανεκτός, δίχως να προκαλεί σοβαρές ζημιές, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1
άτομο ανά 1.000 στρέμματα.

Μία άλλη ζημιά που προκαλούν τα ελάφια, ιδίως τα νεαρής ηλικίας, η οποία δεν προκαλείται για την κάλυψη τροφικών αναγκών αλλά «χάριν παιδιάς», είναι το ξεφλούδισμα νεαρών δένδρων και ιδιαιτέρως της ελάτης.

Σοβαρές ζημιές προκαλούν, επίσης, τα ελάφια στην αναγέννηση σχεδόν όλων των ειδών, κατατρώγοντας τα νεαρά φυτάρια των πλατυφύλλων και τους επικόρυφους οφθαλμούς των κωνοφόρων και ιδιαίτερα των πεύκων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Πάρνηθας, όπου τα φυτάρια της μαύρης πεύκης που χρησιμοποιήθηκαν στην αναδάσωση, καταφαγώθηκαν από τα ελάφια.

Το ιστορικό της παρουσίας ελαφιών στην Πάρνηθα
Από τις μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Σοφοκλής, ο Πλάτων, ο Παυσανίας, αλλά και νεώτερων περιηγητών, τα ελάφια υπήρχαν στην Πάρνηθα από την αρχαιότητα έως και τον 19ο αιώνα. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και την πρώτη του 20ου είχαν απομείνει πολύ λίγα άτομα από τον φυσικό πληθυσμό, τα οποία αναζητούσαν καταφύγια στα πιο πυκνά και απόμερα δάση ελάτης.

Το 1908, στο τότε βασιλικό κτήμα του Τατοΐου, έγινε εισαγωγή, από τη Δανία, 10 ελαφιών (δύο αρσενικών και οκτώ θηλυκών) με σκοπό τον εμπλουτισμό της περιοχής. Το 1913 εισά χθηκαν από την ίδια περιοχή της Δανίας άλλα έξι άτομα. Τα έτη 1919 – 1920 αφέθηκαν ελεύθερα σε έκταση 40.000 στρεμμάτων περίπου 150 ελάφια. Ο πληθυσμός αυξήθηκε γρήγορα, λόγω και της έλλειψης φυσικών εχθρών και επεκτάθηκε προς τη νότιο-δυτική πλευρά καταλαμβάνοντας συνεχώς μεγαλύτερες εκτάσεις. Τα έτη 1958 και 1962 εισάχθηκαν ορισμένα ελάφια από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, αντίστοιχα, για τον γενετικό εμπλουτισμό του υπάρχοντος πληθυ σμού. Το 1974, μετά από μία πυρκαγιά που κατάκαψε 13.000 στρέμματα δασών κωνοφόρων βρέθηκαν πάνω από 200 αποτεφρωμένα ελάφια, πράγμα που σημαίνει ότι, μεταξύ των ετών 1908 – 1974, είχαν προσαρμοσθεί στο νέο περιβάλλον και είχαν ήδη ξεπεράσει τον μέγιστο επιτρεπτό όριο του πληθυσμού. Μετά το 1974 και έως το 1992, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Σύμφωνα με το Διαχειριστικό Σχέδιο Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας (1997), το φθινόπωρο του 1992 τα ελάφια ανέρχονταν σε 90 – 95 άτομα και την ίδια εποχή το 1993 σε 115 – 120 άτομα. Σύμφωνα με το ίδιο Σχέδιο Διαχείρισης και με στοιχεία της εργασίας της δασολόγου Σύλβια Παπίκα, ο επιτρεπόμενος ανώτερος αριθμός ελαφιών για το σύνολο του ορεινού όγκου της Πάρνηθας ανέρχεται σε 210 ελάφια.

Μετά την πυρκαγιά της Πάρνηθας το 2007, κατά την οποία κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού δρυμού και λόγω της εμφάνισης άφθονης παρεδαφιαίας βλάστησης, σύνηθες φαινόμενο μετά από πυρκαγιά, τα ελάφια βρήκαν άφθονη τροφή και λόγω έλλειψης φυσικών εχθρών, ο πληθυσμός τους αυξήθηκε κατά γεωμετρική πρόοδο, φθάνοντας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση – Ελλάς, πάνω από 700 άτομα, πληθυσμός 3,5 φορές μεγαλύτερος από τον ανώτατο επιτρεπτό αριθμό ατόμων (210).

Ως αποτέλεσμα του μεγάλου πληθυσμού, που ξεπερνάει κατά πολύ τη βοσκοϊκανότητα της περιοχής, καθίσταται αδύνατη κάθε προσπάθεια ανόρθωσης και αποκατάστασης των καμένων δασών ιδιαίτερα της μαύρης πεύκης. Όπως προαναφέρθηκε, σε όλα σχεδόν τα φυτάρια μαύρης πεύκης που χρησιμοποιήθηκαν έχει φαγωθεί ο επικόρυφος οφθαλμός ή και όλοτο φυτάριο. Και αυτονόητα, τίθεται το ερώτημα, εάν θέλουμε να αποκαταστήσουμε και να ανορθώσουμε το δασικό οικοσύστημα του εθνικού δρυμού ή να μετατρέψουμε την περιοχή σε βοσκότοπο ελαφιών, αδιαφορώντας για την τύχη του δάσους, αλλά και για την τύχη του ίδιου του πληθυσμού των ελαφιών που υποτίθεται ότι θέλουμε να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε.

Καθώς ο σκοπός είναι η ανόρθωση και αποκατάσταση του δάσους της Πάρνηθας, που κατ’ ανάγκη θα γίνει τεχνητά με αντίστοιχες φυτεύσεις φυταρίων ελάτης και μαύρης πεύκης, θα πρέπει να ρυθμισθεί η πυκνότητα του πληθυσμού των ελαφιών στον βαθμό που δεν προκαλεί σοβαρές ζημιές στην προσπάθεια αυτή. Δηλαδή, να περιορισθεί ο συνολικός αριθμός των ελαφιών σε 200 – 210 άτομα. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται, τόσο η αποκατάσταση του εθνικού δρυμού, όσο και η διατήρηση ενός υγιούς και καλώς τρεφόμενου πληθυσμού ελαφιών.

Όταν δεν υπάρχουν φυσικοί εχθροί οι οποίοι πέραν της ρύθμισης του πληθυσμού ενός θηράματος, όπως είναι το ελάφι, συμβάλλουν και στη γενετική βελτίωση του είδους (διότι συνήθως οι θηρευτές συλλαμβάνουν τα πιο αδύνατα και ασθενικά άτομα), τότε τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει ο άνθρωπος μέσω του κυνηγιού.

Το ερώτημα δεν πρέπει να τεθεί ως δίλημμα «ελάφια ή δάσος», αλλά να βρεθεί ένας τρόπος που να εξασφαλίζει τη συνύπαρξη και των δύο. Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν φυσικοί εχθροί (π.χ. λύκοι) που να ρυθμίζουν τους πληθυσμούς των ελαφιών και το κυνήγι απαγορεύεται, ο μόνος τρόπος είναι η μεταφορά του πλεονάζοντος πληθυσμού σε άλλες περιοχές όπου υπάρχουν φυσικοί εχθροί ή σε ελεγχόμενες κυνηγητικές περιοχές. Εάν συνεχισθεί η σημερινή κατάσταση, σύντομα δεν θα έχουμε, ούτε δάσος, αλλά ούτε και ελάφια, τα οποία δεν θα βρίσκουν επαρκή τροφή, θα προκαλούν ζημιές σε τυχόν γεωργικές καλλιέργειες, αναζητώντας τροφή, ή θα πληγούν από ασθένειες λόγω κακής διατροφής.

Σπύρος Ντάφης

AMΦIBION
Tεύχος 97, Τριμηνιαία έκδοση του EKBY

Eλληνικό Kέντρο Bιοτόπων – Yγροτόπων
14ο χλμ Θεσσαλονίκης – Mηχανιώνας, 570 01 Θέρμη,
Τ.Θ. 60394 – Τηλ. 2310 473320 – Φαξ: 2310 471795,
E-mail: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Yπεύθυνη Έκδοσης: Mαρία Kατσακιώρη