Του Αγγελου Ποιμενίδη από το περιοδικό «Κυνηγετικά Νέα»

Τα στέκια της επιστροφής των ορτυκιών την άνοιξη, είναι οι παράλιοι κάμποι της πατρίδος μας, οι ίδιοι περίπου χώροι από τους οποίους περνούν και το Σεπτέμβρη για την αποδημία τους. Έρχονται με νοτιάδες τη νύχτα και αν είναι ξεκούραστα, προχωρούν στην ενδοχώρα.

Ετσι δεν μπορείς να πεις, όπως για τα τρυγόνια, ότι έχουμε σήμερα «μαζικά επιστρόφια». Σκόρπια τα βρίσκεις στα χωράφια τον Απρίλη. Είναι αδύνατα τα πουλιά αυτά, σβέλτα, ανήσυχα και μ’ ένα περπάτημα διαβολικό, ποντικίσιο.

Εφήμερα κυριολεκτικά, είναι τα στέκια τους αυτά. Θα διημερεύσουν μοναχά για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στα ενδότερα όπου θα εγκατασταθούν μόνιμα για να ξεκαλοκαιριάσουν, και ν’ αναπαραχθούν. Αν ήταν δυνατό ν’ απόφευγαν τη στάση αυτή σε τέτοια στέκια προσωρινότητας, δεν θα βλέπαμε ορτύκια την άνοιξη.
Θα τραβούσαν ίσια προς τις πατρίδες τους, στους τόπους των φωλιασμάτων και αναπαραγωγής των. Και αυτό γίνεται στα περισσότερα επιστρόφια, όταν είναι ξεκούραστα και έχουνε το κουράγιο να συνεχίσουν το ταξίδι δίχως σταμάτημα. Στους δρόμους όμως και τις πορείες δεν λείπουν οι βραδυπορούντες.

Τέτοια είναι και τα ορτύκια, που συναντάμε την άνοιξη στα χωράφια. Φυσικά τα ορτύκια αυτά δεν κυνηγιούνται, γιατί συμπίπτουν με την εποχή που απαγορεύεται το κυνήγι. Αν επιτρεπόταν, δεν θα τα γνωρίζαμε καλύτερα γιατί είναι ανάρια, και στέκια επίσημα και τυποποιημένα δεν έχουν όπως τα σεπτεμβριανά.

Είδα τέτοια ορτύκια και στα χαντάκια των δρόμων και στις αυλές των σπιτιών και σε βουνά ακόμα απόμακρα από τη θάλασσα και ακέφαλα, σκοτωμένα από τα σύρματα των τηλέγραφων. Ταλαιπωρούνται πολύ τα δύσμοιρα, περνώντας το πέλαγος. Και είναι ανάλαφρα και άπαχα από την «καλοπέραση» στα χειμαδιά τους. Εχουν όμως το βάρος του δαιμονισμένου ερωτισμού τους.
Είναι τρομερά ερωτομανή και ενώ είναι κουρασμένα και κατατσακισμένα από το ταξίδι τους, η αχαλίνωτη ερωτομανία τους τα ξεθεώνει. Μόλις προσγειωθούν από τους αέρινους δρόμους, ορμούν προς την αναπαραγωγή, έστω και στο προσωρινό αυτό στέκι τους. Κράζονται τα σκόρπια δώθε- κείθε με ένα χαρακτηριστικό «τιπ-τιπ-τιπ», και κάνουν το γάμο τους. Φουσκωμένα, από τα χειμαδιά τους, ακόμα, είναι τα φλογισμένα σωθικά τους.
Αυτά τα ζευγάρια θα σταθούν μόνιμα στο πρώτο τους αυτό στέκι. Τα άλλα θα προχωρήσουν και θ’ απλωθούν σ’ όλη την Ευρώπη, για να φωλιάσουν και αυτά κάπου μόνιμα και νοικοκυρεμένα.

Ολη η Ευρώπη φιλοξενεί τα ορτύκια το καλοκαίρι και σ’ αυτήν αναπαράγονται σε αφθονία. Δύο γέννες, δεκαπλασιάζουν τους τεκνοποιούς, και κάνουν έτσι τεράστια φαμίλια.
Οι χώροι αυτοί των μόνιμων εγκαταστάσεών τους, που θα γεννοβολήσουν τα αυγά, που ‘ναι μεγαλύτερα από το κεφάλι τους, είναι τυπικοί και απαράβατοι. Δάση και θαμνότοποι δεν είναι. Είναι κάμποι, παραποτάμια λιβάδια, χωράφια εκτεταμένα, έλη αποξηραμένα.
Καμπίσια πέρδικα είναι το ορτύκι, σε σχετική μικρογραφία και όπως ζει και πορεύει το τσίλι, το ίδιο κάνει και το ορτύκι. Μόνο που δεν έχει το κουράγιο ν’ απομακρυνθεί πολύ από το στέκι του όπως τα τσίλια.
Αυτά έχουν δύο και τρία χιλιόμετρα ακτίνα βοσκής ή διαφυγής από το χώρο που φώλιασαν, ενώ το ορτύκι, κατά το μπόι και την πλαδαρότητα της σάρκας του, πεντακόσια μέτρα ζήτημα είναι αν προτιμά να απομακρυνθεί από τον τόπο, που γεννοβόλησε και μεγάλωσε τις «κατσαρίδες» του.

Κατσαρίδες λέω τα μικρά ορτυκάκια, γιατί τέτοια είναι μόλις πρωτοβγούν από το αυγό τους. Ενός καρυδιού όγκο έχουν και δεν έχουν τα σωματάκια τους τις δέκα πρώτες μέρες, του ταλαίπωρου βίου τους. Οι τυπικοί αυτοί χώροι, που τους διαλέγουν τα ορτύκια, απαραίτητο είναι να έχουν νερό, να ‘ναι δροσεροί το καλοκαίρι, να διατηρούν πρασινάδα και προπαντός να έχουν αγριόχορτα, ζιζάνια που οι σπόροι τους είναι και η τροφή των ορτυκιών. Ιδανικοί χώροι είναι οι κάμποι με τα τριφύλλια. Αυτό μου το είπε η πείρα όταν είδα ότι στον τόπο μας, τον Νομό Εβρου, δεν φώλιαζαν προπολεμικά ορτύκια. Σπάνιο πράγμα ήταν να ιδείς «ντόπια», όπως λέγονται, ορτύκια. Μεταπολεμικά όταν οι παρέβριες βαλτώδεις εκτάσεις αποστραγγίστηκαν και τους αντικατέστησαν οι «τριφυλλεώνες», παρατηρώ και παρακολουθώ καταπληκτικούς συνοικισμούς «ντόπιων» ορτυκιών και στον Γκιαούρ Αντά ακόμα, που γίνονται αντικείμενο κυνηγίου κατά τον Αύγουστο που αρχίζει το κυνήγι και πριν αρχίσουν τα επίσημα περάσματα της αποδημίας. Το ίδιο παρατηρήθηκε και τους ρυζώνες της Χρυσούπολης, στον κάμπο της Δράμας, Σερρών, στο Τσάγεζι του Στυμώνα κ.α.

Οι αρδεύσεις με κανάλια και αντλιοστάσια, η δημιουργία ποτιστικών εκτάσεων επροσκάλεσαν τα ορτύκια στον τόπο μας και καλοδέχτηκαν την εγκατάσταση για να παρηγορήσουν τους κυνηγούς.
Ολο το καλοκαίρι ακούγονται τα «τιπ-τιπ-τιπ» της χαράς και ευτυχίας τους! Αν οι χώροι αυτοί, υπόκεινται σε ξηρασία για διάφορους λόγους κλίματος ή αλλαγής της καλλιέργειας, τα ορτύκια βασανίζονται.
Πεθαίνουν τα μικρά στην ξηρασία του Ιουνίου- Ιουλίου. Τότε τα μεγάλα αρχίζουν πρώιμα την μετακίνηση. Όχι την αποδημία. Μετακινούνται σε άλλους χώρους, με ευνοϊκότερες συνθήκες διαβίωσης.
Κάνω μια διάκριση: Ντόπια ορτύκια λέμε και τα ορτύκια που απομένουν στον τόπο μας για να ξεχειμωνιάσουν. Είναι τα καχεκτικά και άρρωστα ή οπωσδήποτε ελαττωματικά ορτύκια των φθινοπωρινών περασμάτων, που είναι ανίκανα να ακολουθήσουν την πορεία των συντρόφων τους που αποδημούν.

Τα «ντόπια» αυτά ορτύκια, που συναντούμε στα καταφύγια – άσυλά τους- και τον Γενάρη και μέσα στα χιόνια, όταν κυνηγάμε τις μπεκάτσες, διάγουν ζωή διαφορετική από τα συντρόφια τους των περασμάτων. Αν είναι τρία- τέσσερα σε αποστάσεις 1-2 χιλιομέτρων, συγκεντρώνονται, κοπαδιάζουν στο προσφορότερο ορτυκοτόπι, και διαβιούν σαν τις καμπίσιες πέρδικες.
Διαλέγουν χώρους για βοσκή, χώρους για στάλισμα, χώρους καταφυγής σε περίπτωση κινδύνου. Γνωρίζουν τον τόπο όπως οι πέρδικες και τον χρησιμοποιούν αναλόγως. Τον έχουν καλά περπατημένο και αξιοθαύμαστα καλομαθημένο.

Εχουν χάσει το πάχος τους και τους απέμεινε μια κιτρινάδα κάτω από το πετσί. Είναι σβέλτα σαν τα ποντίκια και δεν δίνουν ευκαιρίες στο σκύλο να τα φερμάρει. Διαφεύγουν σαν διάβολοι και παλαβώνουν το σκύλο. Πετούν με διπλάσια σβελτάδα και ταχύτητα από τα παχιά σεπτεμβριανά αδέλφια τους.
Πολλές φορές γίνονται ζευγάρια και ερωτοτροπούν για να σπιτωθούν την άνοιξη, αλλά δεν φαντάζομαι να έχουν την ικανότητα, ύστερα από την ταλαιπωρία της χειμωνιάτικής τους αναγκαστικής παραμονής ή εξαιτίας κάποιας ελαττωματικότητας που δεν τους επέτρεψε ν’ ακολουθήσουν το δρόμο των άλλων, όπως προανέφερα.
Όσα όμως έχουν τη ζωτικότητα της αναπαραγωγής, την ευτυχία τους δεν θα την απολαύσουν αυτού στον τόπο της περιπέτειά τους. Θα ταξιδέψουν κάπου αλλού, για να σκαρώσουν το νοικοκυριό τους. Οι ναυαγοί μένουν μαθές στα ξερονήσια, για να συνεχίσουν την … ευτυχία τους;