Graeca graeca

ΑΦΙΕΡΩΜΑ:Η ΠΕΡΔΙΚΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Σ' ένα μικρό βουνίσιο χωριό της Μακεδονίας ήταν μια λυγερή κοπέλα. Η ομορφιά της άστραφτε και φώτιζε και της άγριας νύχτας τα σκοτάδια ακόμα. “Την ζήλευεν η γειτονιά, την ζήλευεν και η χώρα”.

Ένα παλικάρι μ' ανάκατα κλωσμένα και ολόμαυρα μαλλιά ξημέρωνε στην πόρτα και στα όνειρα της λυγερής. Περνούσε καβαλάρης και βροντούσε το πλακόστρωτο του στενού. Βροντούσε και η καρδιά του. “Περνάει ο Λεβέντης, το Βασιλόπουλο της γειτονιάς”, μουρμούριζαν πίσω από τις πόρτες οι κυράδες. “Δεν έχει μάτια παρά μόνο για τη Λυγερή”.

Μιαν αυγή με το τραγούδι και την γλυκειά “Καλημέρα” στο στόμα η Λυγερή πήγε στο ποτάμι τα ρούχα της να πλύνει. Όμορφος τόπος. Τα λευκάδια έσκυβαν να θαυμάσουν τη χάρη της κοπέλας και μουρμούριζαν λόγια της αγάπης.

Ένας αρματωμένος αγριάνθρωπος ξεπετάχτηκε από το κοντινό δάσος, άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα τη λυγερή και την έκανε βίαια δική του. Ύστερα εξαφανίστηκε, όπως ήρθε, στο κοντινό δάσος. Τ' αηδόνια έπαψαν να τραγουδούν. Τα λευκάδια έγειραν να παρηγορήσουν την πονεμένη. Και οι λεπτοκαρυές την έκλεισαν στην αγκαλιά στοργικά. Το κλάμα αντήχησε στην κοιλάδα, στα βουνά και στα παραβούνια. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να γυρίσει στο χωριό. Στο τέλος ο Θεός την λυπήθηκε και την έκανε πουλί. Από τότε η πέρδικα σε ώρες κινδύνου τρυπώνει στις καλές λεπτοκαρυές.

Ο λεβέντης απόμεινε μόνος και απαρηγόρητος. Καθόταν στις αρχές και έκλαιε, έψαχνε παντού να βρει τη λυγερή. Και αυτόν ο Θεός τον λυπήθηκε και τον έκανε πουλί. Από τότε γυρνάει στους αιθέρες ψάχνοντας πάντα για τη λυγερή. Τη λυγερή τώρα την ξέρει ο λαός μας σαν Πέρδικα και τον Λεβέντη σαν Αετό. Πολλοί λένε πως η πέρδικα φοβάται τον αετό. Ένα δημοτικό τραγούδι της Δυτικής Μακεδονίας τούς διαψεύδει.

Περδικούλα, Λυγερούλα κι όμορφο πουλί.
Π'ως κοιμάσαι μεσ' στα πλάγια μον' και μοναχή.
Δεν φοβάσαι τα σαΐνια και τον Αετό.
Αδέλφια έχω τα Σαΐνια, άντρα τον Αετό.

Υπάρχουν και άλλα παραμύθια που διηγούνται οι μεγάλοι στους μικρούς.

Ήταν μια μάνα η Πέρδικα με 18 παιδιά και ο άντρας της ήταν κακός και αιμοβόρος. Μια νύχτα κόντεψε να σκοτώσει όλη την οικογένειά του. Τότε η καημένη η μάνα ζήτησε από το Θεό να τους γλυτώσει. Και ο μεγάλος δημιουργός την έκανε πουλί και γύρω της είχε πάντα τα 18 περδικούλια. Όταν βλέπει άνθρωπο κρύβεται στους θάμνους. Σε καμιά περίπτωση δεν εγκαταλείπει τα μικρά. Είναι υπόδειγμα μητρικής αγάπης. Όταν την πλησιάζει άνθρωπος βγαίνει στο πλάι του τρικλίζοντας και φωνάζοντας. Κάνεις τότε να την πλησιάσεις, μα εκείνη απομακρύνεται με πηδήματα. Μ' αυτόν τον τρόπο δίνει την ευκαιρία στα παιδιά της, που βοσκούν εκεί κοντά, να απομακρυνθούν από τον κίνδυνο.

Τόσο έντονο είναι μέσα της το μητρικό φίλτρο που όταν συναντάει - κατά την νεοελληνική μυθολογία - τη γυναίκα που πάει να ρίξει το από παράνομο έρωτα παιδί της της λέει:

Πού πάνεις κούρβα το παιδί
πού πάνεις το κοπέλι;
Στο ρέμα πάω το παιδί, πάω να το γκρεμίσω.
Εγώ 'χω 18 παιδιά κανένα δεν γκρεμίζω.
Κι εσύ ένα και μοναχό πάνεις να το γκρεμίσεις.

Η πέρδικα, στα μακεδονικά χωριά, αλλάζει ο τόνος και τη λένε περδίκα, είναι από τα πιο πολυτραγουδισμένα πουλιά. Τη συναντούμε στα τραγούδια του γάμου της χαράς να συμβολίζει τη λυγερή κοπέλα που εύκολα δεν πέφτει στα χέρια του άντρα. Τα τραγούδια αυτά έχουν μια ποιητικότητα και μελωδικότητα μοναδική.

Περδίκα απ' άλλη γειτονιά κι' απ' άλλο Βιλαέτι.
Περδίκα ν' επαινεύτηκε σ' Ανατολή και Δύση.
Πως δεν την βρήκε κυνηγός για να την ντουφεκίσει.
Κι ο κυνηγός σαν τ' άκουσε βαρειά το κακοφάνηκε.
Στήνει τα βρόχια στα βουνά, χρυσά κλουβιά στον κάμπο.
Στήνει και μια χρυσόβεργα σε μαρμαρένια βρύση.
Περδίκα πάει να πιεί νερό και πιάστηκε στα βρόχια.
Χαράν είχεν ο κυνηγός και οι συγγενείς του όλοι.

Τρεις Πέρδικες ανέβαιναν, ανέβαιναν κατέβαιναν.
Παίρνουν το δρόμο μοναχές, η μια την άλλη έλεγαν.
Καλέ που πάμε εμείς οι τρεις.
Αν ίσως μας ιδή κανείς.
Σταυραϊτός αγνάντεψεν και με το νουν του έβαλε
Ν' αρπάξω τη μικρότερη κι απ' όλες ομορφότερη.

Πέρα από τα γλυκά τραγούδια της χαράς και του γάμου υπάρχουν και τα τραγούδια του βουνού, της κλεφτουριάς και του αντάρτικου. Πάνω στις πλαγιές, στα βουνά και στα ρουμάνια η Πέρδικα είδε τα παλικάρια να μάχονται και να γλεντούν. Η πέρδικα δίνει την ιστορική είδηση πρώτη και η Πέρδικα πρώτη κλαίει τους σκοτωμένους λεβέντες. Και εδώ είναι η αγαπημένη λυγερή που χάνει τον λεβέντη ή την πονεμένη μάνα.

Έχουν τόσο πόνο τα τραγούδια αυτά στον στίχο και στη μελωδία, όσο πόνο μπόρεσε και χώρισε η Μακεδινική γη, όσο καημό χώρεσαν τα φαράγγια της τυραννισμένης Μακεδονίας μας, όση λαχτάρα κρύβει η λέξη “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Είναι πολλά τα τραγούδια του είδους αυτού. Διαλέγουμε μερικά:

Μια Περδικούλα κάθισε στου Ζήδρου το κεφάλι
Δεν κελαϊδούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια.
Παρά λαλούσε κι έλεγε μ' ανθρώπινη κουβέντα.
Ζήδρο μου τ' είσαι κίτρινος, κίτρινος σα λεμόνι.
Μη σε βαρούνε τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια;

Περδίκα μ' που με ρώτησες θα σου το μολοήσω.
Δε με βαρούνε τ' άρματα, τα έρημα τσιαπράζια.
Μον' έχασα τον Φώτο μου, το μοναχό παιδί μου.

Ένας αετός επέρασε από τα κορφοβούνια.
Και πάησε και σταμάτησε σε μια ψηλή ραχούλα.
Περδίκες τον ρωτούσανε, Περδίκες τον ρωτάνε.
Αητέ πώς πάει ο πόλεμος το αντάρτικο ντουφέκι;
Τί να σας πω αδέλφια μου, τί να σας μολοήσω.
Μαύρα χαμπέρια έχουμε απ' τη Μακεδονία.
Τον Παύλο τον βαρέσανε με προδοσιά και απάτη.

Στην Πέρδικα έθεσε ο Μακεδόνας τον ανείπωτο πόνο της μητρικής καρδιάς, το παράπονό του και το μοιρολόι. Την καρδιά του έδωσε στο όμορφο πουλί και την έκανε ποίημα και λυπητερό σκοπό.

Τρεις περδικούλες κάθονταν στης Καστοριάς τη ράχη.
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα.
Η μια τηράει την Καστοριά, η άλλη το Λιαψίστι.
Η τρίτη η μικρότερη μοιρολογάει και λέει.
Τον Λίτσα τον σκοτώσανε σε μια μεγάλη μάχη.

Από τα πολλά δημοτικά τραγούδια που είναι αφιερωμένα στην Πέρδικα, καταθέτω παρακάτω.

1) Τρικαλινή μου Πέρδικα και Λαρσινή Τρυγόνα
σ' όλο τον κόσμο ήμερη
σ' εμένα στέκεις άγρια.
Θα στήσω βρόχια στα βουνά
και σκάνδαλα στους κάμπους.
Πέρδικα πάει να πιεί νερό
και πιάστηκεν στα βρόχια
κι ο κυνηγός από μεριά
την πιάνει την περδίκα.
Ασέσμε, ασέσμε κυνηγέ
φέτος για να λαλήσω
θασπώ τραγούδια θλιβερά
τραγούδια της καρδιάς σου.

2) Μια πέρδικα ξενόμερη κι απ' άλλο Βιλαέτι,
χρυσός αετός την κυνηγά και τρέχει να την πιάσει.
“Τι σου 'φταιξα, χρυσέ μ' αετέ και τρέχεις να με πιάσεις;
Κι αν σου 'φταιξαν τα μ'ατια μου, πες μου για να τα κλείσω,
Κι αν σου 'φταιξαν τα νύχια μου, πες μου για να τα κόψω,
κι αν σου 'φταιξε το πρόσωπο, πες μου να το μαυρίσω,
κι αν σου 'φταιξ' η καρδούλα μου, να τηνε ξεριζώσω.

3) Μια περδικούλα ν' έβγαινε απ' το λουτρό λουσμένη
κι εκεί την εχαιρέτισα, κι εκείνη δε μου κρένει.
Να στήσω βρόχια στα βουνά και ξόβεργα στους κάμπους,
τα δίχτυα τα μεταξωτά στις μαρμαρένιες βρύσεις,
να πάει η Πέρδικα για νερό, να μπερδευτεί στα δίχτυα.
- Καλώς τηνε την πέρδικα, κι αν έκαμε κόπο,
οπού 'ρθε κι ενοστίμησε τον έρημο τον τόπο.

4) Μια Πέρδικα καυχίστηκε σ' ανατολή και δύση,
πως δεν ευρέθη κυνηγός να τηνε κυνηγήσει
Ο κυνηγός σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
Ρίχνει τα βρόχια στο γιαλό, τα ξόβεργα στους κάμπους,
τα δίχτυα τα μεταξωτά στη βρύση τα χιονάτη.
Πάγει κι η Πέρδικα να πιεί, και πιάνετ' απ' τη μύτη.
- Αχαμνοπιάσ' με κυνηγέ, τώρα η ψυχή μου βγαίνει.
Και με τ' αχαμνοπιάσματα κάνει φτερά και φεύγει.
- Ώρα να σ'εύρει, κυνηγέ, αχαμνοκυνηγάρη,
άφηκες τέτοια πέρδικα να σου την πάρουν άλλοι.

5) Θα στήσω βέργες στα βουνά και ξόβεργες στους κάμπους,
να πιάσω αυτήν την πέρδικα την αηδονολαλούσα,
που κελαηδάει γλυκά, γλυκά, τους κυνηγούς μαραίνει,
Πέρδικα που λαλείς γλυκά, τραπέζι θα σε κάμω.
- Κάλλια να φας τα νύχια σου, τα νυχοπόδαρά σου,
παρά να φας την πέρδικα την αηδονολαλούσα,
που στην Ανατολή λαλεί κι ακούγεται στη Δύση
και κυνηγός δεν βρέθηκε για να την κυνηγήσει.

6) Αγάλια, αγάλια περπατώ σαν το κομμένο φίδι
να μη μ' ακούσ' η πέρδικα και πεταχτεί και φύγει.
Φτάνω, θωρώ την πέρδικα μεσ' στα πυκνά κλωνάρια,
που τις φτερούγες τίναζε, κι έσιαζε τα φτερά της.
- Πες μου, ποια μάνα σ' έκαμε, χρυσή μου κρατιτήρα;
- Η μάνα μου η πέρδικα κι αφέντης μου ξηφτέρι
κι εμένα μ' επλουμπίσανε ωσάν το περιστέρι.

7) Με γέλασεν η χαραυγή, τ' άστρο και το φεγγάρι,
και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στα κορφοβούνια.
Κι έγειρα ν' αποκοιμηθώ λίγον ύπνο να πάρω.
Ακούω τα πεύκα πως βροντούν και τις οξυές πως τρίζουν,
ακούω την πετροπέρδικα που πικροκαταριέται.
Ανάθεμά σε, σταυραετέ, και ου μωρέ σαΐνι,
που μου 'φαγες το ταίρι μου, την πετροπερδικούλα,
την είχα το βράδυ συντροφιά και το πρωί κουβέντα
και τώρα έμεινα μοναχός, σαν έρημο πουλάκι

8) Πού ήσουν, βρε περδικούλα μου, κι ήρθες το πρωί βρεγμένη;
Ήμουνα ψηλά στα πλάγια και μου 'βρεξαν τα χορτάρια.
Τί έκανες ψηλά στα πλάγια και σου 'βρεξαν τα χορτάρια;
Έτρωγα το Μάη το χώμα κι είμαι κόκκινη στο στόμα
και το θεριστή σιτάρια κι έχω παχουλά ποδάρια.

9) Τρεις Περδικούλες κάθονταν στα Γιάννινα στη Ράχη,
η μια τηράει τα Γιάννινα, η αλλ' κοιτά το Βεράτι,
η τρίτη η μικρότερη μοιρολογάει και λέγει.
Βάστα καημένε Αλήπασα, του Βασιλιά τ' ασκέρι.
Τί να βαστάξω ο μαύρος μου και τι να νταγιαντήσω.
Δεν είναι δέκα κι εκατό δεν είναι τρεις χιλιάδες,
μον' είναι ασκέρι αμέτρητο και μετρημό δεν έχει.

Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης
Σιάτιστας – Λαογράφος