Σε αυτή τη ποιητική συλλογή, 644 σελίδων, ο Λονγκφελόου καταπιάνεται με τη λογοτεχνική παρουσίαση της καθημερινής ζωής των Ινδιανικών φυλών και αν και γράφτηκε στα 1855 καταδικάζει με προφητικό τρόπο τη σχιζοφρένεια του σημερινού Δυτικού ανθρώπου με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση με τους ινδιάνους της Αμερικής ή των ιθαγενών της Ταϊτή, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον. Στα ελληνικά πρωτοπαρουσιάστηκε το 1888 σε μετάφραση του Ιωάννη Περβάνογλου με τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Το 2007 μεταφράστηκε και από τη Γεωργία Παπαγεωργίου με τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”, εκδ. Ηριδανός.

Η εισαγωγή από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow

Να με ρωτήσεις θα ‘πρεπε: οι ιστορίες από πού αυτές;
Οι θρύλοι από πού αυτοί κι οι παραδόσεις,
Με του δάσους τις μυρωδιές
Με των λιβαδιών τη δροσιά και την υγρασία,
Με των καλυβιών των ερυθρόδερμων το στροβιλιζόμενο καπνό,
Με των μεγάλων ποταμών τη βιάση,
Με τη συχνότητα των από μνήμης απαγγελιών τους,
Και τις άγριες τους τις αντηχήσεις
Όπως οι βροντές στα βουνά;

Ν’ απαντήσω θα πρέπει, να σου πω θα πρέπει:
“Απ’ τα δάση και τους λειμώνες,
Απ’ τις μεγάλες λίμνες του βορρά,
Απ’ των Ojibways τη χώρα,
Απ’ των Dacotahs τη χώρα,
Απ’ τα βουνά, τους τυρφώνες και τους βάλτους
Όπου ο Shuh-shuh-gah ο ερωδιός
Ανάμεσα στα καλάμια τρέφεται και τα βούρλα.
Όπως τους άκουσα τους επαναλαμβάνω
Απ’ του Nawadaha τα χείλη,
Του μουσικού και γλυκόφωνου τραγουδιστή.”

Να με ρωτήσεις θα ‘πρεπε: ο Nawadaha
Αυτά βρήκε πού τα τραγούδια, τα τόσο άγρια και δύστροπα τόσο;
Αυτούς βρήκε πού τους θρύλους και τις παραδόσεις;
Ν’ απαντήσω θα πρέπει, να σου πω θα πρέπει:
“Στων πουλιών τις φωλιές του δάσους,
Στου κάστορα τα ξυλόσπιτα
Στου βίσωνα τ’ αχνάρια
Στην αετοφωλιά!

“Όλα τ’ άγρια, μέσω αυτού τραγουδήθηκαν, τα πτηνά,
Στις άγονες εκτάσεις και τους βάλτους,
Στις ελώδεις εκτάσεις τις μελαγχολικές˙
Τραγούδησε: το Chetowaik το βροχοπούλι,
Το Mahng το παγοβούτι, το Wawa την άγρια ​​χήνα,
Το Shuh-shuh-gah το μπλε ερωδιό
Και το Mushkodasa τον αγριόγαλο!”

Αν ακόμη περαιτέρω: θα πρέπει να με ρωτήσεις,
Λέγοντας: “Ποιος ήταν ο Nawadaha;
Πες μας γι’ αυτόν τον Nawadaha,”
Θα πρέπει στις ερωτήσεις σου ν’ απαντήσω
Ευθέως με τέτοιες λέξεις, ως εξής:

“Στην κοιλάδα Tawasentha*,
Στην πράσινη και σιωπηλή κοιλάδα,
Με τις ευχάριστες των νερών τις ροές,
Ο τραγουδιστής Nawadaha έζησε.
Γύρω απ’ το ινδιάνικο χωριό
Απλωνόντουσαν λιβάδια και καλαμποκιών χωράφια,
Και πέρα από αυτά στεκότανε το δάσος,
Τ’ άλση στεκόντουσαν των πολυτραγουδισμένων πεύκων,
Το καλοκαίρι καταπράσινα, ολόλευκα το χειμώνα,
Πάντ’ αναστενάζοντας μα πάντα τραγουδώντας.


“Και τις ευχάριστες των νερών τις ροές
Να τις ιχνηλατήσεις μες στην κοιλάδα μπορείς
Υπό τη βιάση την Άνοιξης
Υπό τα σκλήθρα το καλοκαίρι,
Υπό τη λευκή ομίχλη το Φθινόπωρο,
Υπό τη μαύρη γραμμή το Χειμώνα˙
Και δίπλα τους ο τραγουδιστής έζησε
Στην κοιλάδα Tawasentha
Στην πράσινη και σιωπηλή κοιλάδα.

“Εκεί αυτός τον Hiawatha τραγούδησε,
Το τραγούδι τραγούδησε του Hiawatha,
Τις θαυμαστές του τραγούδησε: τη γέννηση και την ύπαρξη,
Πώς αυτός προσευχόταν και πώς νήστευε,
Πώς αυτός έζησε, και μόχθησε, και υπέφερε,
Ώστε των ανθρώπων οι φυλές να ευημερήσουν,
Ώστε να μπορέσει αυτός να προοδεύσει το λαό του!”

Εσείς που τα στέκια της Φύσης αγαπάτε,
Την ηλιοφάνεια των λιβαδιών αγαπάτε,
Τη σκιά του δάσους αγαπάτε,
Τον άνεμο, ανάμεσα να περνάει στα κλαδιά, αγαπάτε
Και της βροχής τη μπόρα και τη χιονοθύελλα,
Και των μεγάλων ποταμών τη βιάση
Απ’ τις κρημνώδεις μέσα τις όχθες τις πευκοστόλιστες,
Και τη βροντή στα βουνά,
Οι αμέτρητες ηχώ της οποίας
Ως αν των αετών το φτερούγισμα στις αετοφωλιές˙
Ω! τις άγριες αυτές παραδόσεις ακούστε
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς πού ενός λαού τους θρύλους αγαπάτε,
Τις μπαλάντες αγαπήστε για ένα λαό,
Ότι σαν τις φωνές τις τόσο απόμακρες
Να παύσουμε, μας καλούνε, για ν’ ακούσουμε,
Σε τόνους, μιλάνε, τόσο απλούς: ως αν παιδικούς,
Μετά βίας μπορεί τ’ αφτί να διακρίνει
Πότε αυτοί τραγουδούσαν ή μιλούσαν˙
Ω! Τους ινδιάνικους αυτούς θρύλους ακούστε,
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς που οι καρδιές σας φρέσκες είναι και απλές,
Που πίστη έχετε σε Θεό και Φύση,
Που πιστεύετε ότι σ’ όλες τις γενιές
Κάθε καρδιά ανθρώπινη, ανθρώπινη είναι,
Ότι και στα βάρβαρα ακόμα στήθη
Επιθυμίες υπάρχουν, λαχτάρες και πόθοι
Για το καλό που δεν κατανοούν λογικά,
Πώς τα ταλαιπωρημένα και αβοήθητα χέρια,
Ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι τυφλά,
Το δεξί αγγίξανε το χέρι του Θεού
Και ανυψώθηκαν και δύναμη πήρανε˙
Ω! Την απλή αυτή ακούστε την ιστορία,
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς, των οποίων κάπου-κάπου οι περίπατοί σας
Κατά μήκος των πρασίνων μονοπατιών της χώρας,
Όταν οι μπλεγμένοι θάμνοι των βερβερίδων
Κρεμούν τις με τα βυσσινί μούρα τούφες τους
Απ’ τους τείχους με τις γκρι πέτρες με τα βρύα,
Διακόπτονται από κάποιο παραμελημένο νεκροταφείο,
Ας για λίγο ρεμβάσετε και αναλογιστείτε
Στη μισοσβησμένη επιγραφή,
Τη με της λίγης επιδεξιότητας τη στιχουργική γραμμένη,
Φράσεις οικείες, αλλά κάθε γράμμα,
Ελπίδα γεμάτο και από σπαραγμό καρδιάς,
Πάθος γεμάτο από ευαισθησία
Του εδώ και του επέκεινα˙
Σταθείτε και αυτή την τραχιά επιγραφή διαβάστε
Το τραγούδι διαβάστε αυτό για το Hiawatha!

*κοιλάδα, σήμερα, της επαρχίας Albany στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.