Εάν οι αριθμοί δεν είναι το όνομα του παιχνιδιού, τότε τι καθορίζει το μέτρο του κυνηγού;

Ωριμάζουμε σαν κυνηγοί όπως ωριμάζουμε σαν ανθρώπινα όντα και η διαδικασία αυτή δεν είναι λιγότερο σύνθετη από το ταξίδι που μας οδηγεί από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ την πρώτη φορά που έπιασα όπλο. Ήμουν δεκατεσσάρων τότε, με ένα 16άρι με κινητό ουραίο και μια αχαλίνωτη επιθυμία για αίμα. Ολόκληρο το φθινόπωρο εκείνο, ξεκινούσα με την αυγή κάθε Σάββατο και Κυριακή απ' το σπίτι που έκανε διακοπές η οικογένεια, και περιπλανιόμουν στο δάσος όλη την ημέρα, σαν δαιμονισμένος.

Η πρόθεσή μου ήταν να πιάσω τα όρια της πέρδικας, των ορτυκιών, των φασιανών, των κουνελιών, των σκίουρων, των ρακούν, των παπιών, των χηνών ακόμη και των κοράκων και της αλεπούς. Αυτή η φαντασίωση του χαμού δεν ήταν ωστόσο άνευ λογικής. Δεν θα μπορούσα να το εκφράσω τότε, αλλά είχα εξομοιώσει την υπόσταση του κυνηγού με όλες τις αόριστες ιδιότητες της ανδρικής υπόστασης: φινέτσα, αυτοπεποίθηση, γνώση και, πάνω απ' όλα, ελευθερία. Ήταν προφανές ότι η συντομότερη, πιο άμεση διαδρομή προς αυτήν την κατάσταση νιρβάνα ήταν να φέρνω στο σπίτι ξανά και ξανά το όριο κάρπωσης. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή δεν ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι κάποιος είναι δεινός κυνηγός;

Ευτυχώς, στο δάσος ισχύει ο νόμος των αντίστροφων αναλογιών όταν πρόκειται για νεαρούς, άπειρους και αιμοδιψείς. Παρόλο που θα είχα αποδεκατίσει τους πληθυσμούς των θηραμάτων του Long Island, δοθέντος της ευκαιρίας, οι άσκοπες περιπλανήσεις μου, οι ντουφεκιές πάνω σ' ολόκληρο το κοπάδι ή στο θεό είχαν ως αποτέλεσμα μια κυνηγετική τσάντα από ένα ολόκληρο κουνέλι και ένα ολόκληρο ορτύκι για όλη την κυνηγετική περίοδο. Έφτασα έτσι στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι δεν ήμουν πολύ καλός κυνηγός.

Ο επόμενος χρόνος αποδείχθηκε καλύτερος. Είχα αρχίσει να μαθαίνω από εμπειρία πότε και πού ήταν πιθανό να βρω τα θηράματα. Ανακάλυψα ότι οι ώρες του λυκόφωτος της αυγής και το σούρουπο μπορεί να είναι οι σωστές για ψάρεμα, αλλά τα ορτύκια γενικά έμεναν υπό κάλυψη μέχρι ο ήλιος να λιώσει τον παγετό και γύρναγαν στην κούρνια τους γύρω στη δύση του ηλίου. Σημείωσα ότι τα κουνέλια προτιμούσαν τις άκρες απ' τα ξέφωτα από το βαθύ δάσος, και ότι οι πέρδικες έτειναν να τρυπώνουν στα μέρη που φύονταν δάφνες. Περιστασιακά, επώμιζα αρκετά γρήγορα και σημάδευα αρκετά ίσια για να πάρω μερικά απ' αυτά.

Δυστυχώς, δεν είχα κάποιον να με καθοδηγεί κατά τη διάρκεια αυτών των άγουρων χρόνων. Κανένας από την οικογένειά μου, ούτε απ' τους οικογενειακούς μας φίλους, δεν είναι κυνηγός. Παρ' όλα αυτά είχα ένα πρότυπο, έναν άνθρωπο που γνωρίζαμε περιστασιακά και ο οποίος που ζούσε δίπλα μας. Είχε ένα ζευγάρι κομψά πουλόσκυλα σε εγκαταστάσεις πίσω από το σπίτι του. Κουβαλούσε ένα εξαίρετο, σκαλισμένο κυνηγετικό όπλο από το σπίτι στο αυτοκίνητό όταν έφυγε το πρωί του Σαββάτου. Και όταν επέστρεψε, ένα ζευγάρι πρασινοκέφαλα ή φασιανοί ή δύο ορτύκια και ένα κουνέλι, συνήθως κρέμονταν κάτω από τις μαρκίζες του γκαράζ του, να φαντάζουν στις αδύναμες ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου σαν νεκρή φύση, ζωγραφισμένη από κάποιον σπουδαίο ζωγράφο του παρελθόντος.

Μια Παρασκευή στα τέλη Νοεμβρίου, χιόνιζε βαριά. Στη συνέχεια το χιόνι γύρισε για λίγο σε βροχή και έπιασε τσουχτερό κρύο. Βγήκα για κυνήγι την επόμενη μέρα και αιφνιδίασα ένα μικρό κοπαδάκι ορτύκια που σκάλιζαν την κρούστα του πάγου για σπόρια σ' ένα χιονισμένο ξέφωτο.

Μπορώ ακόμα να θυμηθώ την ενθουσιασμό μου για αυτήν την εύνοια της τύχης. Δεν υπήρχε γενικά μέρος για τα ορτύκια να κρυφτούν και είχα άπλετο πεδίο. Πήρα τον πρώτο μου ντουμπλέ στο σήκωμα του κοπαδιού, και στη συνέχεια κυνήγησα τα σπασμένα πουλιά μέχρι να φτάσω το όριο. Επίσης, για πρώτη φορά στη ζωή μου. Το απόγευμα, έξι ορτύκια στριφογύριζαν αργά σ' ένα κορδόνι στερεωμένο στο γείσο του γκαράζ μας.

Πέρασα την ώρα μου παραμονεύοντας μέχρι να επιστρέψει ο γείτονάς μου και μόλις φάνηκε προσποιήθηκα πως στερέωνα το κορδόνι που κρέμονταν τα ορτύκια. Του έγνεψα καθώς τακτοποιούσε τα σκυλιά στα κλουβιά τους. Είδε τα πουλιά και χαμογέλασε, επιστρέφοντας το νεύμα μου. Μετά ήρθε στην αυλή μας.

"Σήμερα πήγες πολύ καλά, παιδί μου" είπε μέσα απ' τα δόντια του που σφίγγανε μια πίπα.

"Φυσικά", απάντησα και εξιστόρησα τις συνθήκες του κυνηγιού.

Κάθε λεπτομέρεια που εξιστορούσα έμοιαζε να σβήνει μια ζαρωμένη ρυτίδα γύρω από τα μάτια και το στόμα του. Όταν τελείωσα, το χαμογελαστό του πρόσωπο είχε γίνει το ίδιο επίπεδο, ανέκφραστο και αυστηρό σαν το παγωμένο χιόνι. Χτύπησε την πίπα στη παλάμη του χεριού του, έριξε τη ματιά του στα ορτύκια και χαμογέλασε ένα διαφορετικό χαμόγελο.

"Είσαι νέος", ξεκίνησε, "και ήμουν κι' εγώ, κάποτε. Πήρες τα πουλιά και αισθάνεσαι περήφανος και δεν θέλω να στο στερήσω αυτό. Αλλά κάποια μέρα, όταν μεγαλώσεις λίγο, θα καταλάβεις ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη θανάτωση και το κυνήγι. Είναι μια διάκριση που οι άνθρωποι που δεν είναι κυνηγοί σπάνια καταλαβαίνουν."

Ήμουν συντετριμμένος. Μια τελετουργία που διήρκεσε δύο χρόνια και η οποία επιτέλους τελείωσε με επιτυχία, απαξιώθηκε μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο. Αν οι αριθμοί δεν ήταν το όνομα του παιχνιδιού, ποιο ήταν κριτήριο με το οποίο έπρεπε να μετρηθώ;

Πολύ Θα ήθελα να αναφέρω ότι εκείνη η νύχτα μου ήρθε κάποια επιφοίτηση, αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Συνέχισα να κυνηγώ εστιάζοντας με ακρίβεια λέιζερ από την κάννη του όπλου μου ως το θήραμα που σηκωνόταν μπροστά του. Μια καλή μέρα ισοδυναμούσε με μια βαριά κυνηγετική τσάντα.

Αλλά είχα ευαισθητοποιηθεί. Οι πολλές ώρες στο δάσος με δίδαξαν σταδιακά πώς να ξεχωρίζω τα κρυμμένα κουνέλια και τους σκίουρους από την αποκαλυπτική λάμψη φωτός στα λαμπερά μαύρα μάτια τους. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το δώρο αυτό ήταν αρκετό πλεονέκτημα και επέλεξε να τα σηκώνω αντί να τα πυροβολώ εκεί που λούφαζαν. Κάποτε έκανα το ίδιο πράγμα με έναν φασιανό στο έδαφος. Έκανα κατά πάνω στο πουλί για να πετάξει πριν πυροβολήσω. Έχασα.

Εκτός από αυτές τις μικρές χειρονομίες, όμως, δεν δοκιμάστηκα ξανά παρά στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μου. Μέχρι τότε είχα κάνει παρέα και είχα απορρίψει μια ντουζίνα φιλίες με ανθρώπους που συνάντησα στο κυνήγι και έτσι κατέληξα σε μια χούφτα φίλων, κολλητών κυνηγών με τους οποίους σχηματίσαμε ισχυρούς δεσμούς εν μέσω καλών και κακών στγμών.

Κυνηγούσα πάπιες στον κόλπο Moriches με έναν από αυτούς όταν έφτασε ένας παγωμένος άνεμος τόσο ξαφνικά και τόσο δυνατά, σαν να μας χτύπησε σφυρί.

Ήμασταν στην άκρη μιας γλώσσας γης, και ένα κοπάδι τουλάχιστον 1.000 πουλιών βρισκόταν στα ανατολικά. Οι ισχυροί άνεμοι ξεκόλλησαν ένα στρώμα πάγου σχεδόν 5 χιλιόμετρα μακρύ κατά μήκος της δυτικής ακτής του κόλπου και καθώς ο αέρας το έσπρωχνε πάνω στο κοπάδι, τα πουλιά αναγκάστηκαν να κινηθούν. Ο άνεμος ήταν τόσο έντονος ώστε ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να να πετάξουν ήταν ξυστά πάνω απ' τον πάγο. Η διαδρομή τους αυτή τα έφερνε ακριβώς πάνω από το καρτέρι μας.

Αρχικά μείναμε αποσβολωμένοι καθώς μονά, ζευγάρια και μικρά κοπάδια έφτασαν λες και ήταν σε γραμμή παραγωγής πετώντας τόσο χαμηλά ώστε μπορούσαμε να τ' αγγίξουμε με τις άκρες απ' τις κάννες μας. Ακολούθησε μια ταπεινωτική περίοδος μέχρι να καταλάβουμε ότι ένα πουλί που πάει με 5 μίλια την ώρα κόντρα σ' ένα άνεμο 55 μιλίων την ώρα στην αντίθετη κατεύθυνση θέλει την ίδια προσκόπευση μ' αυτό που πετάει με 55 μίλια την ώρα σε μια ήρεμη μέρα. Αλλά μόλις καταλάβαμε πόση προσκόπευση χρειαζόταν, δεν υπήρχε πια καμία αίσθηση άμιλλας. Κανείς μας δεν είχε όρεξη να πυροβολήσει, λέγοντας "πάρτο εσύ αυτό", και "φτωχοί διάβολοι", καθώς οι πάπιες σε σύγχυση ξεχύθηκαν προς τα ομοιώματα μας.

Κάποια στιγμή, ένας μίλησε και για τους δυο μας και είπε: "Αρκετά". Σπάσαμε τα όπλα μας, ξαπλώσαμε και απολαμβάναμε το θέαμα, σκοπεύοντας τα πουλιά με τα δάχτυλά μας και φωνάζοντας "μπαμ". Μέχρι σήμερα, όταν διηγούμαι την ιστορία, κάποιος θα βρεθεί να μας πει πως πρέπει να είμαστε τρελοί για να μην εκμεταλλευτούμε μια τέτοια ευκαιρία που συμβαίνει μια φορά στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά θυμάμαι πολύ καλά και τους δυο μας να νιώθουμε ασυνήθιστα ωραία εκείνο το βράδυ για αυτό που είχαμε κάνει.

Τα χρόνια πέρασαν και μεγάλωσα σε γνώσεις, εμπειρίες, και νομίζω, σαν κυνηγός. Απέκτησα δικά μου εξαίρετα κυνηγόσκυλα, ακριβά όπλα που ήξερα πώς να τα χρησιμοποιώ και έμαθα τις συνήθειες των θηραμάτων τόσο καλά που σπάνια επέστρεψα με άδεια χέρια απ' το κυνήγι. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτή, έλαβε χώρα μια περίεργη μεταμόρφωση. Οπλισμένος με τέτοια γνώση στα νιάτα μου, θα είχα σκοτώσει όλα τα όρια που μπορείς να ονειρευτεί κανείς. Τώρα όμως, άρχισα να εξασκώ συγκράτηση.

Σίγουρα, υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες για χάρη ενός τραπεζιού σε φίλους έφτασα το όριο σε πάπιες ή φασιανούς, και το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων αντιπροσώπευε εκτός από τον αθλητισμό και τη διατροφή. Όμως, συχνότερα απ' ότι όχι, σημάδευα το πιο δύσκολο πουλί στο σήκωμα του κοπαδιού αντί πάρω το πιο εύκολο. Όταν ένα κοπάδι πάπιες τριγύριζε νευρικά τις φίντες, κάνοντας κύκλους από πάνω μου, θα αντιστεκόμουν στη μακρινή βολή για την πιθανότητα να ηρεμήσουν και να μου δώσουν το προνόμιο να παρακολουθήσω την ιδιαίτερη ομορφιά μιας κλασικής προσέγγισης, όταν έρχονται στις φίντες αποφασιστικά με τα φτερά σαν δρεπάνια.

Επίσης, διαπίστωσα ότι προτιμούσα την παρέα άλλων με παρόμοια μυαλά. Δεν ήταν σνομπισμός ή ελιτισμός. Ήταν απλώς θέμα προτεραιοτήτων. Σταδιακά φαινόταν πιο λογικό να απολαμβάνεις την παρέα ανθρώπων που θα μπορούσαν να απολαύσουν το αποκορύφωμα ενός πρωινού στο βάλτο και στη συνέχεια να σφραγίσουν τη μνήμη αυτή όντας πλήρης, αντί να την αφήσουν να ξεχειλίσει με την περίσσεια άλλων δύο ή τριών πουλιών που μπορούσαν να μπουν στο σάκο σε μια στιγμή ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Ανακάλυψα επίσης ακόμη ένα κοινό παρονομαστή μεταξύ αυτών που αποκαλούσα και κυνηγούς και φίλους: τον αμοιβαίο σεβασμό για τα ζωντανά που κυνηγάμε.

Το γεγονός πως κάποιος μπορεί να έχει ευλάβεια και σεβασμό για κάτι που προσπαθεί να κυνηγήσει εύκολα φαντάζει σαν αντίφαση, αλλά έχω δει κυνηγούς αντιλόπης να επιλέγουν μια σκληρή και δύσκολη παρακολούθηση του θηράματος αντί για την εύκολη, σε αντάλλαγμα για τη βεβαιότητα ενός γρήγορου και καθαρού τέλους για το ζώο. Όπως και κυνηγούς που έφαγαν όλο το απόγευμα στην αναζήτηση ενός τραυματισμένου πουλιού. Αλλά κανένα παράδειγμα δεν μιλάει τόσο εύγλωττα γι' αυτή τη διαρκή αίσθηση ευσέβειας όσο η φορά εκείνη που ένας φίλος πήρε ένα αρσενικό ελάφι, το οποίο κυνηγούσαμε σκληρά, για ώρες. Ήταν μια τέλεια βολή και ένα υπέροχο τρόπαιο, αλλά σε αυτήν τη στιγμή ενθουσιασμού και άξιου θριάμβου, αυτός ζύγωσε και άγγιξε για μια στιγμή το άψυχο σώμα ψιθυρίζοντας "Λυπάμαι...". Δεν ήταν δήλωση μετάνοιας, αλλά μια ταπεινή απολογία και ευχαριστία προς μια ψυχή.

Πάνω σε αυτήν την παγωμένη και ανεμοδαρμένη πλαγιά, έφτασα ίσως στην πνευματική αυτή κατάσταση που αναζητούσα από έφηβος αλλά και όλα τα μετέπειτα χρόνια, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω πραγματικά. Είναι σαν να με ρωτάς τώρα, αν κατάφερα τελικά να μεγαλώσω και για να είμαι ειλικρινής, ελπίζω πως όχι, γιατί όταν σταματάς να μεγαλώνεις, σταματάς να ζεις. Εκείνη τη στιγμή που αποτίσαμε τιμές στο πεσμένο ελάφι, μία φράση πέρασε απ' το μυαλό μου. Από τότε έχει γίνει το δόγμα μου και θυμάμαι τις ίδιες λέξεις κάθε φορά που σκοπεύω πάνω απ' την κάννη:

"Μετριόμαστε περισσότερο σαν κυνηγοί από τα ζωντανά που επιλέγουμε να μην πυροβολήσουμε, παρά από αυτά που το κάνουμε."

Μετάφραση από το FIELD & STREAM