ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΛΛΗΣ
Αναδημοσίευση από το Έθνος - Κυνήγι 2/3/2011

Οι κυνηγοί της βικτωριανής εποχής στην Αγγλία -αυτοί που συστηματοποίησαν το κυνήγι φασιανών και πέρδικας σε παγάνες- εκτιμούσαν ιδιαίτερα την μπεκάτσα σαν θήραμα, σαν γεύση, αλλά κυρίως λόγω του ακανόνιστου πετάγματός της και της απαιτητικής της βολής.

Την εποχή εκείνη το κυνήγι με σκύλο φέρμας έπεφτε σε παρακμή, ενώ το κυνήγι με παγάνες γνώριζε άνθηση. Το κυνήγι με παγάνες δεν είχε βρετανικές ρίζες αλλά κεντροευρωπαϊκές. Οι Αγγλοι απλά μιμήθηκαν επιτυχημένα την πρακτική των γαλλικών και γερμανικών κτημάτων. Αυτό όμως στο οποίο πρωτοτύπησαν εντυπωσιακά, είναι η δημιουργία κτημάτων για το κυνήγι της μπεκάτσας!

Τα βρετανικά νησιά έχουν εξαιρετικά περάσματα μπεκάτσας που έρχονται από τα δυτικά παράλια της Σκανδιναβίας, πετώντας πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα. Προσγειώνονται πρώτα στα ανατολικά και βόρεια παράλια της Σκοτίας και έπειτα κινούνται προς τα δυτικά και νότια για να συναντήσουν τα ζεστά παράλια που βρέχει το ρεύμα του κόλπου.

Τα πουλιά αποικίζουν πρώτα τα μεγάλα ανοιχτά λιβάδια και τα μουρ στους λόφους (βουνά δεν υπάρχουν) των βρετανικών νησιών, παραμένοντας εκεί όσο ο καιρός είναι καλός ή ανεκτός... Οταν ο καιρός όμως αρχίσει να παγώνει, μαζεύονται σε πιο χαμηλά μέρη και βρίσκουν καταφύγιο στα δάση. Τα καλύτερα σημεία για τη χειμερινή εγκατάσταση της μπεκάτσας είναι η Ιρλανδία, καθώς και τα δυτικά και νότια σημεία της Βρετανίας. Επίσης, και ορισμένα νησάκια του συμπλέγματος των Εβριδών, στα βόρεια και δυτικά της Σκοτίας...

Οι ιδιοκτησίες...

Μεγάλες ιδιοκτησίες γης σε αυτά τα μέρη, φιλοξενούν τον χειμώνα μεγάλους αριθμούς μπεκάτσας μέσα στα δάση τους. Οργανώθηκε λοιπόν, μια ολόκληρη προσπάθεια, ώστε αυτά τα δάση να φιλοξενούν τον μέγιστο αριθμό μπεκάτσας, ώστε να μπορούν να οργανώνονται ομαδικά κυνήγια... με παγάνα! Αυτά τα μέρη βέβαια ήταν λίγα. Ηταν περιζήτητα και δημοφιλή ανάμεσα στους κυνηγούς της εποχής, γι' αυτό και από τα πιο ακριβά και δύσκολα να εξασφαλίσεις κάποια θέση.

Η "ρυμοτομία"...

Παρότι στα βρετανικά νησιά υπάρχει και μεγάλος αριθμός ενδημικής μπεκάτσας που δεν μετακινείται, σ' αυτό το άρθρο αναφερόμαστε στη βελτίωση του βιότοπου της αποδημητικής, που θα διαχειμάσει για δύο με τρεις μήνες στα μέρη αυτά, στην καρδιά του χειμώνα.

Το πρώτο είχε να κάνει με την ύπαρξη μεγάλων ιδιόκτητων δασικών συστάδων δίπλα σε συστηματικά αποδασωμένες περιοχές, που αξιοποιούνταν σαν λιβάδια ή καλλιέργειες. Τα δάση αυτά -ιδιόκτητα βέβαια-διατηρούσαν την εικόνα της παλιάς Βρετανίας, πριν την αποδάσωση και την αύξηση του πληθυσμού της με τη βιομηχανική επανάσταση. Περιβάλλονταν από λιβάδια, πατατοχώραφα ή αποψιλωμένα βοσκοτόπια, που τύχαιναν συστηματικής εκμετάλλευσης για την επιβίωση του πληθυσμού.

Τα δάση αυτά ήταν κατά κανόνα σε υγρά χαμηλά μέρη, ή κοντά σε λίμνες (και όχι ψηλά στους λόφους και σε δυσπρόσιτα μέρη). Η υγρασία βοηθούσε να αναπτύσσονται τα δένδρα γρήγορα, σε σχέση με τα πιο άγονα και στεγνά κομμάτια γης των λόφων και των μουρ. Αποτελούνταν κυρίως από φυλλοβόλα δένδρα, σε όλες τις ηλικίες, και χρησιμοποιούνταν σαν πηγή καυσόξυλων με αυστηρές ιδιωτικές συνθήκες ξύλευσης, για τις ανάγκες του τοπικού γαιοκτήμονα. Το ξύλο ήταν εξαιρετικά πολύτιμο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην Βρετανία, που τα φτωχά σπίτια έκαιγαν «πιτ» από τους βάλτους (μια στεγνή ανθρακούχα λάσπη).

Οσο σπάνιο ήταν το ξύλο για τους κατοίκους, άλλο τόσο ήταν και το δάσος για τις μπεκάτσες. Τα λιγοστά δάση ήταν ιδιόκτητα, καλά φυλασσόμενα και... αυστηρά διαχειριζόμενα! «Εχθρός» της μπεκάτσας είναι η ομοιομορφία του δάσους, τόσο σε ύψος όσο και σε ανάγλυφο. Φρόντιζαν λοιπόν να υπάρχει μια κατανομή δένδρων σε όλα τα ύψη και τις πυκνότητες.

Μεγάλα δένδρα, βελανιδιές και οξιές, για τη δημιουργία ασφαλούς «θόλου», παρήγαγαν ταυτόχρονα μεγάλη ποσότητα οργανικής ύλης (φύλλα που πέφτουν κάθε φθινόπωρο). Η χαμηλή βλάστηση από βάτα και φτέρες έδινε περισσότερη κάλυψη στα πουλιά. Το έδαφος κρατούσε την υγρασία και σάπιζε τα φύλλα, πολλαπλασιάζοντας την οργανική ύλη, όπως τα σκουλήκια μέσα σε αυτό. Ενας ενδιάμεσος «όροφος» από μεγάλη ποικιλία δένδρων -αειθαλών και φυλλοβόλων- διαμορφωνόταν προσεκτικά με ενδιάμεσα κενά, που καθόριζαν τη «ρυμοτομία» του δάσους, αλλά και τις «διαδρομές» παγανιέρηδων και σκύλων!.

Βοσκή και υλοτομία

Εκεί, οι «μπεκατσογωνιές» ήταν προσεκτικά «κτισμένες» από ανθρώπινα χέρια, με προσεκτική και επιλεκτική υλοτομία δεκάδων χρόνων!

Η ομοιομορφία ήταν ανεπιθύμητη και σε οριζόντιο επίπεδο και στην κάθετη διατομή του δάσους. Μια ολόκληρη σειρά από μικρά ανοίγματα, διαδρόμους δρομάκια, μονοπάτια και ξέφωτα, είναι απαραίτητα για να δημιουργούν ένα ανάγλυφο στο δάσος, που εξυπηρετεί την μπεκάτσα στη μετακίνησή της πρωί - βράδυ και στις επιλογές της για σημεία βοσκής της.

Αυτή η γνώση ερχόταν από τους παλιούς μεσαιωνικούς κυνηγούς μπεκάτσας με λάμπα, θηλιές και δίχτυα, που αποτελούσαν παράδοση μέχρι τον αιώνα μας, στη Βρετανία. Αυτοί παρατηρούσαν τις επιλογές της μπεκάτσας να προσγειώνεται και να χρησιμοποιεί αυτά τα ανοίγματα και τα εκμεταλλεύονταν για να την προσελκύουν σε συγκεκριμένα σημεία και να την παγιδεύουν. Αυτή η ίδια γνώση χρησιμοποιήθηκε για να φτιαχτούν θελκτικά ανοίγματα για τις μπεκάτσες σε όλα τα επίπεδα μέσα στο δάσος.

Η βοσκή στους χειμερινούς μήνες απαγορευόταν αυστηρά μέσα στο δάσος. Πρόβατα, κατσίκες και -κυρίως- αγελάδες τους χειμερινούς μήνες μέσα σε ένα δάσος, είναι συνταγή καταστροφής. Ο,τι δεν θα φάνε θα το τσαλαπατήσουν και θα το καταστρέψουν! Η βοσκή μέσα στο δάσος είναι επιθυμητή μόνο τους θερινούς μήνες, γιατί με την κοπριά προσθέτει οργανική ύλη και αφαιρεί ένα μέρος νέας βλάστησης (βλασταριών κυρίως), που χρησιμοποιούν για τροφή τα ζώα. Αυτό που είναι εντελώς ανεπιθύμητο είναι οι περιοχές «σταλίσματος» από γελάδες, γιατί δημιουργούν ένα τσαλαπατημένο βούρκο γυμνό και κρύο, μαζί με κοπριές που αθροίζονται και καίνε τη χαμηλή βλάστηση με την οξύτητά τους.

Στα κτήματα που είχαν αξία σαν μπεκατσότοποι, δεν έβαζαν ποτέ φασιανούς! Οι φασιανοί είναι νευρικά και απαιτητικά πουλιά με πολλή «κίνηση» μέσα στο δάσος, γι' αυτό ενοχλητικοί και φασαριόζικοι για τις μπεκάτσες. Χρειάζονται επίσης τη διαρκή παρουσία θηροφυλάκων για να τους ταΐζουν, να ελέγχουν τις ταΐστρες, τις παγίδες των επιβλαβών και τις λεπτομέρειες του κυνηγότοπου. Τα κτήματα που είχαν και φασιανούς, δεν είχαν... ποτέ πολλές μπεκάτσες.

Η υλοτομία απαγορευόταν στους χειμερινούς μήνες για να μην αναστατώνεται το δάσος από το τράβηγμα ξυλείας και τον ήχο των τσεκουριών. Κάθε δραστηριότητα απαγορευόταν κατά τους χειμερινούς μήνες στο δάσος, για να βρίσκεται σε απόλυτη ησυχία χωρίς ενόχληση των πουλιών.

Ούτε οι θηροφύλακες δεν έμπαιναν στο δάσος! Παρατηρούσαν με προσοχή τα πουλιά που κινούνταν στο πρωινό και βραδινό καρτέρι και υπολόγιζαν τον συνολικό πληθυσμό τους. Εκατό και πλέον πουλιά την ημέρα στην «τσάντα», για μια παρέα δέκα περίπου κυνηγών, δεν ήταν ασυνήθιστο νούμερο όπως βγαίνει από τα αρχεία του Ασφορντ.

Τα κτήματα χωρίζονταν σε τομείς και κάθε τομέας κυνηγιόταν ελάχιστες φορές κάθε σεζόν, όταν η πυκνότητα ήταν στο μέγιστο (όταν λέμε ελάχιστες εννοούμε τρεις ή τέσσερις φορές τον χρόνο). Οταν οι θηροφύλακες διαπίστωναν τη μέγιστη πυκνότητα σε πουλιά -συνήθως κάπου στις πρώτες μεγάλες κακοκαιρίες του Δεκέμβρη- το πολυπόθητο μήνυμα έφτανε σε όλους τους ενδιαφερόμενους: ελάτε τώρα! Τα πουλιά είναι εδώ.