Ο ΛΑΓΟΣ

Μία παροιμία λέγει.· «Ο Θεός κάνει φτωχούς, αλλ’ άμοιρους δεν κάνει». Ο Λαγός θα ήτο ένα αξιοδάκρυτον άμοιρον πλάσμα, αν ο Θεός δεν είχεν ως πρόγραμμα την αρχήν που μας παρουσιάζει η ανω­τέρω παροιμία. Έρχεται εποχή όπου τα χορτάρια ξηραίνονται, η δροσιά χάνεται, η χέρσα γη γίνεται, καψάλα, το χαμόκλαδο σκληραίνεται, σταχτιάζει, «νοσαίνει» κατά την ποιμενικήν γλωσσαν. Τότε πλέον δουλεύει η χαντζάρα εις τα ημερόδενδρα, και, το θλιβερώτερον, εις τα έλατα, διότι, ατυχώς, καμμία Κυβέρνησις δεν εσκέφθη να διασώση την τριφυλλοκαλλιέργειαν και την βαμβακοφυτείαν, πράγμα το οποίον θα έσωζεν αφ’ ενός μεν την κτηνοτροφίαν και αφ’ ετέ­ρου τα δάση.

Πρέπει να χρεωστούμεν άπειρον ευγνωμοσύνην εις την τωρινήν Κυβέρνησιν, η οποία αφιέρωσε τόσην προσοχήν εις την βαμβακοφυτείαν. Ο πρώην υπουρ­γός κ. Ζωγράφος μου έλεγε προ μηνός, ότι μετ’ ολίγα έτη ημπορούμεν να υπολογίζωμεν εις ετήσιον κέρ­δος εκατόν εκατομμυρίων εκ του βάμβακος. Αλλά το μεγαλύτερον κέρδος πρέπει να το βλέπωμεν εις την υπηρεσίαν την οποίαν θα προσφέρη η βαμβαºοφυτεία εις τον κτηνοτροφικόν και δασικόν πλούτον της Ελλάδος. Διότι θα γνωρίζετε, υποθέτω, πόσον θρε­πτική και γαλακτοφόρος τροφή είναι ο βαμβακόσπορος. Εκατόν δράμια, ήτοι τρία λεπτά την ημέραν, είναι αρκετά να «στοιχειώσουν» μίαν προβατίναν και μόνον ένα μήνα αν την θρέψητε κατά την χειμερινήν εποχήν.

Επί του παρόντος, ελλείψει βαμβακοσπόρου, κλαρίζομεν τα δάση. Ποίος όμως να κλαρίση διά τον ατυχή λαγόν; Τα άλλα αγρίμια ορμούν εις τα σπαρτά και εις τα καρποκλάδια και τα ρημάζουν. Και η οσία πέρδικα ακόμη αφήνει κατά μέρος την εντροπήν και κατέρχεται εις τ’ αμπέλια. Είναι εποχή όπου ο χωρι­κός ξελαρυγγιάζεται προγκών και ξεχεριάζεται πετροβολών. Τα περιβόλια γίνονται «μαύρος γιαλός» από το στρώμα των σταφυλορρογών. Τα καλαμπόκια ξετινάζονται μέχρι κόκκου. Τα σύκα σχίζονται και σκάπτονται και μόνον τα φλούδια μας αφήνουν οι συ­κοφάγοι, τα κοσσύφια και οι κίσσες. Ο λαγός όμως; Όπου και να σταθή, θα εύρη και ένα εχθρόν. Δεν υπάρχει κανέν ζώον και έντομον, το οποίον να μη τον φοβίζη. Είναι άλλως τε η προσφιλής τροφή των ανθρώπων, των αετών, των αγριόγατων, των τσα­καλιών, ακόμη και των φιδιών, τα οποία τον μάχονται αποτελεσματικώτερα από τα άλλα ζώα. Πώς νο­μίζετε ότι τον θανατώνουν; Κουλουριάζονται εις το σώμα του ως βραχιόλια, τον σφίγγουν δυνατά και τον σκάζουν.

Αλλά ο Θεός δεν κάνει άμοιρους. Παρά τον λαγόν έπλασε και τον πτωχόν άνθρωπον. Τα χωράφια του φτωχού, λέγει μία παροιμία, όσο κι αν καρπίσουν, μια φορά τον μύλο θα γυρίσουν. Επειδή λοιπόν τα σπαρτά του φτωχού είναι ασθενικά, αραιά, χαμηλόκαρπα, «αγανά», ο λαγός ανεκάλυψεν, ότι εκεί μόνον είναι α­σφαλής, διότι, αν τα σιτάρια ή τα καλαμπόκια είναι δασιά, υψηλά «στοιχειωμένα» του είναι αδύνατον να «καραουλίζη», τουτέστι να εποπτεύη τα πέριξ του, διότι έχει πάρει τόσον τρόμον ο ατυχής, ώστε, όταν τρώγη, «αλλού είναι τα μάτια του, αλλού τ’ αυτιά του κι’ αλλού το στόμα του». Ο Ελληνικός Λαός επεγραμμάτισεν έξοχα την δυστυχίαν του αυτήν. Ερωτά εις κάποιους στίχους, ποιος είδε ψάρι στο βουνό, καλόγηρο χολάτο (μελαγχολικόν), κουνούπι με σαμάρι, ψύλλο με μουστάκια, ποιος τούτο ποιος εκείνο

και το λαγό με ταμπουρά, την αλεπού με ρόκα;

Όταν προγκίση ο Λαγός από τον τόπον του, ημπο­ρεί και ν’ απομακρυνθή εις δύο ωρών απόστασιν. Αλλ’ ο φόβος δεν τον αφήνει να μείνη εκεί. Επι­στρέφει την ιδίαν ημέραν εις την πατρίδα του. Τόσον τον τρομάζει ο άγνωστος τόπος, ώστε του κόσμου τα χορτάρια ν’ απαντήση θα γυρίση εις τα χώματα, τα οποία έχει συνηθίσει. Τόσον δε είναι βέβαιον τούτο, ώστε οι κυνηγοί λέγουν: «Ξέρω ένα λαγό στο δείνα μέρος». Τον τουφεκίζουν, τον ξανατουφεκίζουν, φεύ­γει, χάνεται εις άλλους λόγγους - πολλάκις στρεφογυρίζει εις τα λημέρια του καθ’ όλην την διάρκειαν του κυνηγίου - αλλά το βράδυ θα έλθη εις την φωλιάν του.

Αν ερωτάτε και διά την κοινωνικότητά του, ίσως δεν υπάρχει ζώον αποφεύγον τόσον πολύ την παρέαν.

Όταν ομιλούν περί διαλύσεως συντροφιάς ή οικογεγενείας, έχουν πρόχειρον την φράσιν «Σκόρπισαν σαν του λαγού τα παιδιά», τουτέστι δεν έμειναν δύο μαζί. Άλλως τε η μοναξιά συνοδεύει τον Λαγόν από την γέννησίν του. Άμα η λαγίνα γεννήση, σκορπίζει τα παιδιά της σε πυκνές τούφες, ούτως ώστε, αν ανακαλυφθή η μία φωλιά της, να γλυτώση την άλλην. Η σοφία της μητρικής στοργής είναι ακόμη μεγαλυτέρα εις τον τρόπον, με τον οποίον τα βυζαίνει. Δεν πλησι­άζει την φωλιάν της περπατητά, αλλά, άμα φθάση εις ολίγων μέτρων απόστασιν, πηδά εις την τούφαν, ώστε να μην αφήνη γύρω ίχνη, από τα οποία εν τοιαύτη πε­ριπτώσει θα ωδηγούντο τα κυνηγετικά σκυλιά.

Λέγουν ότι ημερεύει εύκολα. Εις τας Αθήνας μά­λιστα η κ. Αθηνά Μανωλίδου είχε πολλά έτη ένα Ευρυτάνα λαγόν τόσον ήμερον, ώστε ν’ ακούη εις τ’ όνο­μά του, να πηδά εις τα γόνατα, ν’ αρπάζη από τα χέρια λουκούμια, μπισκότα, ο οποίος ανέτρεψε τέλος όλας τας ιδιότητας της φυλής του. Εγώ, επί πολλά έτη αγωνισθείς να ημερεύσω μικρά λαγόπουλα, έγινα ευεργέτης των συγχωριανών μου γάτων, οι οποίοι εκαλοπέρασαν πολλά καλοκαίρια εξ αφορμής της μανίας αυτής.

Μοιραίως καταφθάνει ο σχετικός μύθος. Διατί τα σκυλιά και οι γάτοι μάχονται τόσον τους λαγούς; Εις παλαιάν εποχήν τα ζώα είχον κάμει σύλλογον, το καταστατικόν του οποίου δημοσιεύομεν εις την ιστορίαν του γαϊδάρου. Επειδή όμως κατά τινα συνεδρίασιν παρέστη ανάγκη νερού, άγνωστον αν διά τον ρήτορα ή άλλον, ο Πρόεδρος διέταξε τον λαγόν να πεταχθή στη βρύση και να φέρη το ζητηθέν νερόν. - Κύριε Πρόεδρε, είπεν ο λαγός, δεν έχω σανδάλια. Είμαι ξυπόλητος.

Τότε ο Πρόεδρος, στραφείς προς τον σκύλον, τον διέταξε να δώση αυτός τα υποδήματά του. Πραγματικώς ο σκύλος εξεποδήθη και παρέδωκεν εις τον λαγόν τα σανδάλια του. Αλλ’ έλύθη η συνεδρίασις και ο λαγός δεν επέστρεψεν. Εβεβαιώθη δε αργότερον ότι ο λαγός το έσκασε διά παντός. Έγινε φοβερός πά­ταγος, επερώτησις εις την Βουλήν, αι εφημερίδες εδημοσίευσαν άρθρα και η υπόθεσις έλαβεν επί τέλους δικαστικόν δρόμον. Ο λαγός εδικάσθη ερήμην και ο σκύλος, παραλαβών την εκδοθείσαν τελεσίδικον απόφασιν την παρέδωκεν εις την γάταν, η οποία διηύθυνε το αρχείον του συλλόγου.

Αλλά και ο σύλλογος των ζώων φαίνεται πως επήγαινεν όπως όλοι οι Ελληνικοί σύλλογοι. Οι πον­τικοί, εισελθόντες εις το αρχείον, έφαγαν την απόφασιν, και έκτοτε ο μεν σκύλος καταδιώκει τον λαγόν, του όποιου τα ίχνη, κατά την παράδοσιν, ανακαλύπτει ευκόλως, διότι αναγνωρίζει τα σανδάλια του, η δε γάτα κυνηγά τους ποντικούς. Πολλάκις όμως κυνηγά και αυτή η ιδία τον λαγόν, όπως και ο σκύλος εξ άλλου καταδιώκει την γάταν, πνέων μένεα διά την ανεπάρκειαν, την οποίαν έδειξεν ως αρχειοφύλαξ του συλλόγου.

Αλλ’ αφήνω τους μύθους, διά να σας πληροφορήσω ότι ο λαγός κακομαγειρεύεται εις τας Αθήνας. Το μαγείρευμά του είναι η τέχνη των τεχνών. Λάδια, ξίδια, σκόρδα, κρεμμύδια, δαφνόκλαδα, κανέλλα, πρέπει να είναι υπολογισμένα μέχρι κόκκου. Λέγεται ότι η αλεπού, παρακολουθήσασα κάποτε μακρόθεν το μαγείρευμα του λαγού, είπε:

— Να σε πάρη η οργή του Θεού! Τη ζημία που δεν κάνεις ζωντανός την κάνεις πεθαμένος.

Απ' τον κυνηγετικό τύπο