Γράφει ο Γιάννης Τσίρος: Η φωτιά που σιγοκαίει στα σπλάχνα του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας και του αρχαιότερου και πλουσιότερου εθνικού δρυμού της χώρας είναι μια δύσκολη περίπτωση. Σε λίγο όμως μπορεί να μετατραπεί σε τραγική, μη αναστρέψιμη καταστροφή.

Δύο μήνες συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που μια ψιλή στήλη καπνού κινητοποίησε τους εθελοντές παρατηρητές και τους πυροσβέστες στο σταθμό της Πυροσβεστικής στο Λιτόχωρο, σημαίνοντας συναγερμό και στα υψηλά κλιμάκια διοίκησης του Σώματος σε Κατερίνη, Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Μια μικρή εστία φωτιάς σε υψόμετρο 1.450 μέτρα στις πλαγιές του Ολύμπου είχε εντοπιστεί και οι συνθήκες που επικρατούσαν στις 20 Αυγούστου 2013 ήταν ιδανικές για να μετατραπεί μια μικρή εστία σε ασταμάτητη πυρκαγιά που θα μπορούσε εύκολα να κατακάψει τον εθνικό δρυμό στην καρδιά του μυθικού Ολύμπου. Η ως τώρα έρευνα καταγράφει ως αίτία έκρηξης της φωτιάς κεραυνό που έπεσε στην περιοχή. Από την αρχή οι αρμόδιοι γνώριζαν ότι η φωτιά καίει σε περιοχή ιδιαίτερα δυσπρόσιτη, στη βορειοδυτική πλευρά του βουνού, σε γκρεμό δυσθεώρητο, με λίγα δέντρα, αλλά γεμάτη από ξερή ύλη δεκαετιών (πευκοβελόνες και φύλλα). Επίγεια τμήματα πυροσβεστών ανέλαβαν να προσεγγίσουν τη φωτιά και να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν.

Όπως κι έκαναν, χωρίς να καταφέρουν να την δαμάσουν. Κι αφού έκαναν το ανθρωπίνως δυνατόν, έμειναν επιτόπου για να επιτηρούν την περιοχή της φωτιάς. Σήμερα συμπλήρωσαν δύο μήνες 24ωρης σκοπιάς στο κοντινό κατεστραμμένο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Τις μέρες που ακολούθησαν, υπήρξαν στιγμές που η φωτιά αναζωπυρώνονταν ή υποχωρούσε, συνήθως εξαιτίας των ανέμων. Γρήγορα, πυροσβεστικά ελικόπτερα κλήθηκαν να αναλάβουν το κύριο έργο της κατάσβεσης. Όποτε ο καιρός το επέτρεπε δυο απ΄ αυτά άδειαζαν ολημερίς θαλασσινό νερό από τον κοντινό Θερμαϊκό, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Ο καπνός εξαφανιζόταν για λίγο και με την πρώτη ευκαιρία έκανε πάλι θριαμβευτικά την εμφάνισή του, σπάζοντας τα νεύρα των πυροσβεστών. Ούτε η άφιξη του γιγαντιαίου ελικοπτέρου ERICKSON, στις 25 Σεπτεμβρίου, άλλαξε την κατάσταση. Στη μεγαλύτερη –ως σήμερα- αναζωπύρωση, στις 26 Σεπτεμβρίου 2013, κλήθηκαν να συνδράμουν τις προσπάθειες πυρόσβεσης και δυο πυροσβεστικά αεροσκάφη. Οι κυβερνήτες τους κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, αλλά το ανάγλυφο του εδάφους αφήνει πολύ μικρά περιθώρια για ελιγμούς, πολύ περισσότερο για ηρωισμούς. Η περιφερειακή διοίκηση του πυροσβεστικού Σώματος και οι τοπικοί άρχοντες που βρέθηκαν επί τόπου συμφώνησαν ότι πράγματι τα αεροσκάφη δεν μπορούσαν να αλλάξουν τη ροή των γεγονότων. Νωρίς το απόγευμα, τα αεροπλάνα αποχώρησαν αδειάζοντας το τελευταίο τους φορτίο σε άσχετη περιοχή…

Οι δυνατοί άνεμοι των τελευταίων ημερών αναζωπύρωσαν τη φωτιά. Από νωρίς το πρωί, οι κάτοικοι του Λιτοχώρου και των γύρω περιοχών, αλλά και οι ταξιδιώτες της εθνικής οδού και του σιδηροδρόμου αντίκρισαν την παράξενη εικόνα των κορυφών του Ολύμπου να έχουν …εξαφανιστεί, πίσω από μια τεράστια «κουρτίνα» καπνού. Το φυσικό αμφιθέατρο που σχηματίζουν οι κορυφές του βουνού και το φαράγγι του Ενιπέα είναι γεμάτες από καπνό, παγιδευμένο από τους ισχυρούς ΒΔ ανέμους. Τις τελευταίες ώρες, η μυρωδιά του καμένου και η κάπνα είναι αισθητές στο Λιτόχωρο. Τα ελικόπτερα δεν μπορούν να προσεγγίσουν λόγω της παντελούς έλλειψης ορατότητας και τα πεζοπόρα τμήματα δεν μπορούν να προσεγγίσουν τις εστίες και λόγω του δυσπρόσιτου. Η περιοχή της φωτιάς είναι η πλαγιά ενός κατακόρυφου σχεδόν γκρεμού, «χαρακωμένου» από χαράδρες και αιχμηρά βράχια. Πολλοί πιθανολογούν ότι οι εκρήξεις που ακούγονται κατά καιρούς δεν οφείλονται μόνο στο σκάσιμο των βράχων από την υψηλή θερμοκρασία, αλλά και από κρυμμένα εκρηκτικά των ανταρτών που δρούσαν στον Όλυμπο, στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έτσι, η φωτιά θα διανύει αύριο τον τρίτο της μήνα και θα απειλεί ακόμη περισσότερο το μεγαλύτερο και πλουσιότερο εθνικό δρυμό της χώρας και ένα πανέμορφο βουνό, γνωστό σε όλο τον κόσμο. Το βουνό που πολλοί –και δίκαια- χαρακτηρίζουν ως το δεύτερο διασημότερο brand name της Ελλάδας, μετά την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Σύμφωνα με πληροφορίες –και τις εκτιμήσεις της Πυροσβεστικής- η φωτιά συνεχίζει να καίει επίγεια ύλη (ξερά φύλλα και ξύλο πεσμένα στο έδαφος), έρποντας ανάλογα με το έδαφος και τον άνεμο. Τα δέντρα που καταφέρνουν να "γαντζωθούν" στο γκρεμό είναι λιγοστά αλλά μεγάλα σε ύψος ολύμπια ρόμπολα. Αν αυτά αρχίσουν να καίγονται το σκηνικό θ αλλάξει άρδην και η πιθανότητα της καταστροφής θα πολλαπλασιαστεί.

Μάλιστα η φωτιά κατευθύνεται χαμηλότερα προς το παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και το δρόμο που οδηγεί στη θέση «Πριόνια», το ακρότατο σημείο οδικής πρόσβασης, στην καρδιά του βουνού. Τα κεφάλια όσων ανησυχούν είναι πάντα στραμμένα προς τον ουρανό, παρακαλώντας για μια «δυνατή, πολυήμερη βροχή», τη μόνη που θα μπορούσε να σβήσει «την πιο ύπουλη φωτιά σε δάσος». Μαρτυρίες παλιών υλοτόμων και ορειβατών που έχουν καταγραφεί στο παρελθόν κάνουν λόγο για φωτιές που έκαιγαν για τρία ακόμη και πέντε χρόνια, για φωτιές που έκαιγαν κρυφά κάτω από παγετώνες και ανακαλύφθηκαν μετά από δεκαετίες, αφού είχαν διατρέξει τεράστιες αποστάσεις.

Οι ειδικοί κρίνουν απαραίτητη την κινητοποίηση ειδικών δασοπυροσβεστών-αναρριχητών που με –επίσης- ειδικό εξοπλισμό θα επιδιώξουν να φτάσουν στις εστίες της φωτιάς, αλλά τέτοιες ομάδες δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλά μόνο στο εξωτερικό. Και φυσικά να χρησιμοποιηθούν όλα τα εναέρια μέσα, μόλις οι συνθήκες στην περιοχή το επιτρέψουν. Οι τοπικοί άρχοντες εφησυχασμένοι παρακολουθούν τις εξελίξεις και τις προσπάθειες της Πυροσβεστικής, η οποία δεν μπορεί να πράξει –και πάλι- τίποτα περισσότερο από την επιτήρηση. Αν όμως η φωτιά κινηθεί σε χαμηλότερο υψόμετρο, προς το μοναστήρι και το δασικό δρόμο και υπερκεράσει τις δυνάμεις των πυροσβεστών, θα καίει πλέον πυκνό παρθένο δάσος, σε επίσης απόκρημνα εδάφη, στην καρδιά του βουνού. Και ο κίνδυνος να επεκταθεί ταχύτατα και να μετατρέψει τον Όλυμπο σε καμένη, γυμνή γη θα είναι μεγαλύτερος υπαρκτός και τεράστιος.